Συνάδελφοι επειδή ο ΚΕΥΠΣ ισχύει για όλους μας και πρέπει να εφαρμόζεται για όλους μας, προς ενημέρωσή σας επισυνάπτουμε σε ηλεκτρονική μορφή τα κυριότερα άρθρα που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας. Ας κοιτάξουν να ενημερωθούν τα Σωματεία από την ιστοσελίδα μας καθώς και όλα μας τα μέλη.

Άρθρο 3 (Άρθρο 3 8/1991)
Προορισμός και αρμοδιότητες Περιφερειακών Διοικήσεων Πυροσβεστικών
Υπηρεσιών

α. Εποπτεύουν και ελέγχουν τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες της γεωγραφικής τους δικαιοδοσίας.
ζ. Μελετούν και επιλύουν τα προβλήματα των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών της δικαιοδοσίας τους, εκτός εάν για την επίλυση τους χρειάζεται η έγκριση του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος, οπότε αναφέρουν σχετικά.

Άρθρο 5
(Άρθρο 5 Π.Δ. 8/1991) Διάρθρωση και αρμοδιότητες Διοίκησης Πυροσβεστικής
Υπηρεσίας

  1. Οι Διοικήσεις Πυροσβεστικών Υπηρεσιών είναι ανεξάρτητες Υπηρεσίες, έχουν στη δικαιοδοσία τους, τους Πυροσβεστικούς Σταθμούς της πόλης στην οποία έχουν συσταθεί και υπάγονται στην οικεία Περιφερειακή Διοίκηση Πυροσβεστικών Υπηρεσιών.
Άρθρο 7
(Άρθρο 7 Π.Δ. 8/1991) Διοίκηση Υπηρεσιών Πυροσβεστικού
Σώματος

  1. Οι υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους παίρνουν οδηγίες μόνο από βαθμοφόρους του Σώματος.
Άρθρο 9
(Άρθρο 9 Π.Δ. 8/1991) Διάκριση υπαλλήλων Πυροσβεστικού
Σώματος

  1. Οι υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος, ως τακτικοί δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι υπάγονται στις ειδικές διατάξεις του Σώματος και στις διατάξεις του παρόντος Διατάγματος και εφαρμόζονται και σ’ αυτούς όλες οι διατάξεις που ισχύουν για τους τακτικούς δημόσιους υπαλλήλους, εφόσον δεν καθορίζεται διαφορετικά στη νομοθεσία που ισχύει για το Πυροσβεστικό Σώμα.
  2. Με το γενικό όρο «υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος» νοείται το πυροσβεστικό προσωπικό και το πολιτικό προσωπικό. Το πυροσβεστικό προσωπικό διακρίνεται σε Γενικών Υπηρεσιών και Ειδικών Υπηρεσιών. Γενικών Υπηρεσιών είναι αυτοί που εκτελούν καθαρά πυροσβεστικά καθήκοντα. Ειδικών Υπηρεσιών είναι οι τεχνικοί, οι πλοηγοί και οι υγειονομικοί.
  3. Το πυροσβεστικό προσωπικό περιλαμβάνει τους αξιωματικούς, πυρονόμους, υπαξιωματικούς και πυροσβέστες.

Άρθρο 10
(Άρθρο 10 Π.Δ. 8/1991, άρθρο 1 Π.Δ. 123/1992) Γενικά καθήκοντα υπαλλήλων
Πυροσβεστικού Σώματος

  1. Οι υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος οφείλουν να έχουν ανεπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα της αλληλεγγύης, να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με ευγένεια, ομόνοια, καλοσύνη, ειλικρίνεια, εκτίμηση και να συνεργάζονται μέσα στα πλαίσια της πειθαρχίας και του καθήκοντος.
  2. Ο υπάλληλος του Πυροσβεστικού Σώματος δεν πρέπει να ξεχνά ότι ανέλαβε με τη θέλησή του την αποστολή της περιφρούρησης της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του Κράτους και γι’ αυτό έχει καθήκον να είναιυπόδειγμα κοσμιότητας, σύνεσης και συνειδητής πειθαρχίας.
  3. Γενικά η φύση του πυροσβεστικού επαγγέλματος επιβάλλει όπως ο υπάλληλος του Πυροσβεστικού Σώματος διέπεται από πνεύμα συνειδητής πειθαρχίας, να έχει τις αρετές της τιμής και αφοσίωσης στο καθήκον, να γνωρίζει τα καθήκοντά του και τον τρόπο εκπλήρωσής τους, να έχει πίστη στην πατρίδα και τα δημοκρατικά ιδεώδη και τέλος να υπακούει χωρίς δισταγμό και με προθυμία στις νόμιμες διαταγές των ανωτέρων του.

Άρθρο 11
(Άρθρο 11 Π.Δ. 8/1991) Γενικά καθήκοντα διοικούντων
Βαθμοφόρων

  1. Πρωταρχικό καθήκον κάθε βαθμοφόρου του Πυροσβεστικού Σώματος που ασκεί διοίκηση είναι η συνεχής μέριμνα για τη βελτίωση της υπηρεσιακής αγωγής και επαγγελματικής κατάρτισης των ανδρών που διοικεί. Ειδικότερα για τους βαθμοφόρους του οφείλει να επαγρυπνεί και να διαπιστώνει ότι αυτοί ασκούν την εξουσία που απορρέει από το βαθμό τους σύμφωνα με το διάταγμα αυτό και τις ισχύουσες διαταγές, έτσι ώστε να επιτελείται το υπηρεσιακό έργο.
  2. Τη διοικητική του εξουσία έχει υποχρέωση να την ασκεί κατά τρόπο που να εμπνέει στους υφισταμένους του την πεποίθηση ότι αποτελεί γι’ αυτούς το συνεργάτη και το δίκαιο κριτή.
  3. Μεριμνά για τη λήψη και εφαρμογή κάθε μέτρου που κατά τη γνώμη του θα συντελούσε στην ανάπτυξη της σύμπνοιας, αλληλεγγύης και συνεργασίας των ανδρών της Υπηρεσίας του.
  4. Προσπαθεί να γνωρίζει το χαρακτήρα, τις πνευματικές και σωματικές ικανότητες των ανδρών του για να είναι σε θέση να αναθέτει σ’ αυτούς ανάλογα καθήκοντα και αποστολές για την καλύτερη διεξαγωγή της υπηρεσίας και να μπορεί να αποφαίνεται με δικαιοσύνη στην κρίση του γι’ αυτούς.
  5. Φροντίζει και επιβλέπει όπως οι υπάλληλοι ορίζονται μόνο σε καθήκοντα που προβλέπονται από το παρόν διάταγμα και τη νομοθεσία που ισχύει για το Πυροσβεστικό Σώμα και όχι σε προσωπικές υπηρεσίες άλλων.
  6. Δέχεται με προθυμία και ακούει κάθε ιδιώτη που απευθύνεται σ’ αυτόν και φροντίζει να δίδει την ανάλογη απάντηση και λύση μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του και ενεργεί σύμφωνα με τους κανονισμούς και διαταγές.
  7. Φροντίζει να προλαβαίνει κάθε αφορμή που μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην εκτέλεση της υπηρεσίας και διευθετεί με τη μέθοδο του διαλόγου και των συμβουλών κάθε διαφορά που προκύπτει μεταξύ των υπαλλήλων της Υπηρεσίας του αποφεύγοντας να χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που θα μείωναν την αξιοπρέπειά τους.
  8. Μεριμνά για την εφαρμογή, απ’ όλους τους υφισταμένους του, των νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών και διαταγών των προϊσταμένων Υπηρεσιών.

Άρθρο 12
(Άρθρο 12 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Αρχηγού

  1. Ο Αρχηγός Πυροσβεστικού Σώματος προΐσταται όλων των Υπηρεσιών του Σώματος και είναι υπεύθυνος απέναντι στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης για την άσκηση των καθηκόντων του.
  2. Έχει όλα τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία για το Πυροσβεστικό Σώμα και το διάταγμα αυτό για τη θέση του.
  3. Είναι υπεύθυνος για την καλή λειτουργία όλων των Υπηρεσιών του Σώματος, φροντίζει να παίρνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για το σκοπό αυτό και σε περίπτωση ανάγκης απευθύνεται στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.
  4. Φροντίζει η εκπαίδευση που πραγματοποιείται στην Πυροσβεστική Σχολή και στους Πυροσβεστικούς Σταθμούς να είναι υψηλού επιπέδου και χωρίς διακοπή έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης επαγγελματική κατάρτιση στους υπαλλήλους και η απόδοση των Υπηρεσιών να είναι άριστη. Παράλληλα εποπτεύει για την πιστή εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης.
  5. Έχει την υποχρέωση να γνωρίζει το ηθικό των υπαλλήλων του Σώματος και να φροντίζει διαρκώς για την ανύψωσή του. Για το σκοπό αυτό επαινεί με την παροχή ηθικών αμοιβών και την απαλλαγή από την εκτέλεση υπηρεσίας μέχρι τέσσερις ημέρες τους υπαλλήλους εκείνους που διακρίνονται για την προσήλωση στο επάγγελμά τους και την εργατικότητά τους.
  6. Φροντίζει για τον εφοδιασμό της Υπηρεσίας με κάθε είδους υλικό, οχήματα και μηχανήματα που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της και εποπτεύει για την καλή συντήρηση και χρήση τους.
  7. Επιθεωρεί όλες τις Υπηρεσίες του Σώματος και εξακριβώνει το βαθμό επιχειρησιακής ετοιμότητάς τους και εκπαίδευσης των ανδρών, το επίπεδο των σχέσεών τους με τις τοπικές αρχές, τον τρόπο επικοινωνίας και ενημέρωσης του κοινού, τα τυχόν υπάρχοντα εσωϋπηρεσιακά τους προβλήματα, τη γενική επαγγελματική κατάρτιση των υπαλλήλων και γενικότερα ότι έχει σχέση με το πυροσβεστικό επάγγελμα. Για τις επιθεωρήσεις σε Υπηρεσίες εκτός Λεκανοπεδίου Αττικής, ζητά τη σχετική έγκριση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Κατά τις επιθεωρήσεις ο Αρχηγός εξετάζει κάθε υπηρεσιακό θέμα, δέχεται τους υπαλλήλους σε ιδιαίτερη ακρόαση για προσωπικά τους αιτήματα και επιλύει όσα από τα υπάρχοντα προβλήματα επιδέχονται επιτόπια λύση.
9. Εκδίδει κανονιστικές διαταγές που αφορούν την εσωτερική υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος.
10. Φροντίζει συνέχεια για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των υπαλλήλων και για την καταλληλότητα και καλή συντήρηση των κτιρίων στέγασης των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών.
14. Τον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος όταν απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει ο Υπαρχηγός.
Άρθρο 14
(Άρθρο 2 Π.Δ. 123/1992) Καθήκοντα Διευθυντή Αρχηγείου Πυροσβεστικού
Σώματος

7. Λαμβάνει γνώση της εισερχόμενης στο Αρχηγείο αλληλογραφίας και κατανέμει αυτή δια της Γραμματείας στους καθ’ ύλην αρμόδιους Κλάδους. Προσυπογράφει και διατυπώνει τη γνώμη του στην αλληλογραφία που προσκομίζεται για υπογραφή στους Υπαρχηγό, Αρχηγό, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Υπουργό
8. Τηρεί χωριστό πρωτόκολλο εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας.

Άρθρο 15
(Άρθρο 14 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Διοικητή Περιφερειακής
Διοίκησης

  1. Ο Διοικητής Περιφερειακής Διοίκησης έχει όλα τα δικαιώματα, αρμοδιότητες και προβλέπονται από τη νομοθεσία για το Πυροσβεστικό Σώμα και το παρόν Διάταγμα.
  2. Επιθεωρεί όλες τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες της δικαιοδοσίας του και εξετάζει και ελέγχει κάθε υπηρεσιακό θέμα. Επιλύει τα τυχόν υπάρχοντα προβλήματα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο και αναφέρει στο Αρχηγείο για κάθε θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του.

Άρθρο 15α
(Άρθρο 1 Π.Δ. 68/99) Καθήκοντα Διοικητή Διοίκησης Π.Υ. Νομού

α) Επιθεωρεί όλες τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες της δικαιοδοσίας του και εξετάζει και ελέγχει κάθε υπηρεσιακό θέμα. Επιλύει τα τυχόν υπάρχοντα προβλήματα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο και αναφέρει ιεραρχικά για κάθε θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του.

Άρθρο 17
(Άρθρο 15 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Διοικητή Πυροσβεστικής
Υπηρεσίας

  1. Ο Διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας έχει όλα τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την νομοθεσία που ισχύει, το Διάταγμα αυτό και τις διαταγές των προϊσταμένων αρχών.
  2. Ο Διοικητής ως καλός ηγήτορας οφείλει να διακρίνεται για τις επαγγελματικές του γνώσεις, τις διοικητικές του ικανότητες, την κόσμια εμφάνιση και συμπεριφορά του και ν’ αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τους υφισταμένους του.
  3. Ευθύνεται απέναντι στους προϊσταμένους του για την ετοιμότητα και την εκπαίδευση των ανδρών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, την πειθαρχία και επαγγελματική κατάρτισή τους, έτσι ώστε το πυροσβεστικό έργο να διεξάγεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
  4. Φροντίζει οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι να εκτελούν σωστά τα καθήκοντά τους, προσπαθεί να επιτυγχάνει ίση μεταχείριση στους υπαλλήλους του κατά την άσκηση της διοίκησης και παρακολουθεί την εκπαίδευση των υπαλλήλων, συμμετέχοντας και ο ίδιος σ’ αυτή εκπαιδεύοντάς τους σε θέματα επαγγελματικά ή γενικότερου ενδιαφέροντος όταν το κρίνει χρήσιμο και αναγκαίο.
6. Εξασφαλίζει την έγκαιρη και κανονική καταβολή του μισθού στους υπαλλήλους και γενικά ευθύνεται για την οικονομική διαχείριση του Σταθμού που γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζει η νομοθεσία που ισχύει.
7. Ευθύνεται για την καλή συντήρηση και καθαριότητα των εγκαταστάσεων και χώρων του Σταθμού και απευθύνεται προς τους προϊσταμένους του για την αποκατάσταση κάθε έλλειψης ή φθοράς.
8. Παρευρίσκεται στα σοβαρά συμβάντα και διευθύνει ο ίδιος προσωπικά το έργο των πυροσβεστικών δυνάμεων, δίνοντας με τη ψυχραιμία του, τη δραστηριότητά του και την καλή συμπεριφορά το παράδειγμα στους άνδρες του.
11. Φροντίζει να τηρούνται τα στοιχεία της διεύθυνσης κατοικίας των υπαλλήλων και ορίζει αυτούς σε επιφυλακή στο σπίτι τους ή στις εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας όταν υπάρχει δικαιολογημένη ανάγκη.
13. Είναι υπεύθυνος για τη σωστή τήρηση και ενημέρωση των βιβλίων της Υπηρεσίας που ορίζονται με απόφαση του Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος. Φροντίζει για την προμήθεια και ανάρτηση σε κατάλληλους χώρους χαρτών και άλλων βοηθητικών πινάκων όλων των πόλεων και οικισμών της περιοχής ευθύνης του, για τη γνώση της περιοχής.
14. Διεξάγει την αλληλογραφία της Υπηρεσίας του απ’ ευθείας με τις άλλες αρχές του νομού και του Κράτους εφόσον δεν υπάρχει περιορισμός από τις προϊστάμενες αρχές.

Άρθρο 18
(Άρθρο 16 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Υποδιοικητών Υπηρεσιών

  1. Οι υποδιοικητές των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών γενικά είναι άμεσοι βοηθοί των Διοικητών και λαμβάνουν γνώση όλων των υπηρεσιακών ζητημάτων.
3. Είναι άμεσα υπεύθυνοι απέναντι στο Διοικητή για τη συνεχή εκπαίδευση των υπαλλήλων των Υπηρεσιών, τη συνεχή ετοιμότητα προσωπικού, την καλή κατάσταση και λειτουργία των οχημάτων, μηχανημάτων και λοιπών υλικών και μέσων, την κανονική εμφάνιση των υπαλλήλων και γενικά για την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Υπηρεσίας.
5. Ενημερώνονται και μονογράφουν την αλληλογραφία, προτείνουν στο Διοικητή για την επίλυση διαφόρων θεμάτων και επιβλέπουν για την σωστή διεκπεραίωση των διαφόρων υποθέσεων της Υπηρεσίας.
7. Αναπληρώνουν τους Διοικητές όταν αυτοί απουσιάζουν ή κωλύονται και εκτελούν όλα τα καθήκοντα του Διοικητή από τη σύνταξη εκθέσεων ικανότητας.

Άρθρο 19
(Άρθρο 17 Π.Δ. 8/1991) Διεξαγωγή της υπηρεσίας στα γραφεία

3. Το πυροσβεστικό προσωπικό που υπηρετεί στα γραφεία των Πυροσβεστικών Σταθμών δεν απαλλάσσεται από τη μάχιμη υπηρεσία και ορίζεται σε υπηρεσίες εξόδων πυρκαγιάς ή διάσωσης. Το πυροσβεστικό προσωπικό που υπηρετεί στα γραφεία άλλων Υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος απαλλάσσεται από την εκτέλεση μάχιμης υπηρεσίας.
6. Για τα θέματα τα σχετικά με την αλληλογραφία τον τύπο των εγγράφων, των σφραγίδων κ.λ.π. εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει για τις Δημόσιες Υπηρεσίες και οι σχετικές αποφάσεις και διαταγές του Πυροσβεστικού Σώματος.

Άρθρο 20
(Άρθρο 18 Π.Δ. 8/1991) Ημερήσια Διαταγή

  1. Η Ημερήσια Διαταγή διακρίνεται σε εμπιστευτική και κοινή. Με την εμπιστευτική κοινοποιούνται όλες οι εμπιστευτικής φύσεως υποθέσεις των αξιωματικών και με την κοινή όλες οι άλλες υποθέσεις.
4. Τα αντικείμενα που καταχωρούνται στην Ημερήσια Διαταγή κατά παραγράφους είναι τα εξής:
α) Ι: Κατατάξεις – Διορισμοί – Εγγραφές σε γενικό Μητρώο.
β) ΙΙ: Τοποθετήσεις – Μεταθέσεις.
γ) ΙΙΙ: Αποσπάσεις.
δ) ΙV: Προαγωγές.

Άρθρο 21
(Άρθρο 19 Π.Δ. 8/1991) Αρμοδιότητες τμημάτων και γραφείων

  1. Το Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης περιλαμβάνει τα εξής γραφεία:
β) Γραφείο Οικονομικού: Το γραφείο αυτό είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή της αλληλογραφίας που σχετίζεται με το αντικείμενό του. Διαχειρίζεται τα χρήματα και ενεργεί τις πληρωμές βάσει των νομίμων δικαιολογητικών. Ελέγχει τις πάγιες προκαταβολές των Υπηρεσιών της δικαιοδοσίας του και παρακολουθεί και εφαρμόζει ανάλογα τους νόμους, διατάγματα, αποφάσεις και διαταγές που έχουν σχέση με τις αποδοχές του προσωπικού.
γ) Γραφείο Υγειονομικού: Το γραφείο αυτό παρακολουθεί τη νοσολογική κίνηση των υπαλλήλων και γενικά ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν και τις διαταγές του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος
δ) Γραφείο Διαχείρισης Υλικού: Το γραφείο αυτό διεκπεραιώνει την αλληλογραφία του αντικειμένου του και γενικά είναι αρμόδιο για την κανονική διαχείριση και διακίνηση του υλικού της Υπηρεσίας.

Άρθρο 22
(Άρθρο 20 Π.Δ. 8/1991, άρθρο 3 Π.Δ. 123/1992) Διεξαγωγή της Πυροσβεστικής
Υπηρεσίας στον επιχειρησιακό τομέα

2. Οι υπηρεσίες των Πυροσβεστικών Σταθμών διακρίνονται σε εσωτερικές και εξωτερικές.

Άρθρο 23
(Άρθρο 21 Π.Δ. 8/1991) Ανάληψη καθηκόντων φυλακής

2. Το 24ωρο χωρίζεται σε τρεις φυλακές, 8ωρης διάρκειας, στις οποίες ορίζονται εναλλακτικά οι άνδρες του Σταθμού και έχουν υποχρέωση να προσφέρουν συνολικά 37 1/2ωρες εργασίας την εβδομάδα.
3. Μπορεί ο Διοικητής, μετά από έγκριση του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος, να εναλλάσσει τους υπαλλήλους στην υπηρεσία ανά 24ωρο, όταν ειδικοί υπηρεσιακοί λόγοι το επιβάλλουν, με την προϋπόθεση ότι η συνολική προσφορά εργασίας τους κατά μήνα, θα υπολογίζεται στη βάση των 37 1/2ωρων εργασίας την εβδομάδα.
4. Για την αντιμετώπιση διαφόρων εκτάκτων συμβάντων, όπως πυρκαγιών, πλημμύρων, σεισμών ή άλλων γεγονότων μπορεί ο Διοικητής να επιβάλλει με διαταγή του πρόσθετη εργασία στους υπαλλήλους πέρα από την υποχρεωτική.
5. Όταν για την εκτέλεση υπηρεσίας, εξαιρουμένων των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου, που λόγω της φύσης της και των ειδικών συνθηκών επιβάλλεται να συνεχισθεί και μετά τη λήξη του κανονικού χρόνου εργασίας του υπαλλήλου, αυτός συνεχίζει την υπηρεσία του, δικαιούται μετά το τέλος αυτής, ανάλογο πρόσθετο χρόνο ανάπαυσης.
7. Στην αλλαγή παρουσιάζονται οι άνδρες και των δύο φυλακών με στολή υπηρεσίας και υψηλά υποδήματα (μπότες), φέρουν μαζί τους την ατομική πυροσβεστική εξάρτυση που αποτελείται από την πυροσβεστική ζώνη, το πυροσβεστικό κράνος, το πελεκίδιο, τα γάντια, τον ατομικό φανό και το υπηρεσιακό αδιάβροχο.
11. Ο Διοικητής ενημερώνεται σχετικά, πρώτα από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας ή τον Επόπτη σε περίπτωση που αυτός κωλύεται και μετά δέχεται τους υπαλλήλους χωριστά τον καθένα ή συνολικά και ακούει τα συγκεκριμένα θέματα της αναφοράς.
12. Οι αποφάσεις του Διοικητή σημειώνονται στο περιθώριο του βιβλίου ημερήσιας αναφοράς, μονογράφονται απ’ αυτόν και στη συνέχεια ανακοινώνονται στους ενδιαφερόμενους προφορικά ή γραπτά, σύμφωνα με τις διαταγές που ισχύουν.

Άρθρο 24
(Άρθρο 22 Π.Δ. 8/1991) Τακτικές και έκτακτες προσκλήσεις- επιφυλακές

3. Μπορεί ο Διοικητής της Υπηρεσίας να θέτει σε επιφυλακή τη δύναμη των ανδρών του για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών που μπορούν να δημιουργηθούν από συμβάντα για τα οποία έχει αρμοδιότητα επέμβασης το Πυροσβεστικό Σώμα, και σε κάθε άλλη περίπτωση μόνο μετά από Διαταγή του Αρχηγού ή Υπαρχηγού για όλες τις Υπηρεσίες του Σώματος και του Περιφερειακού Διοικητή για τους υπαλλήλους των Υπηρεσιών της γεωγραφικής του δικαιοδοσίας.
4. Η θέση των υπαλλήλων σε κατάσταση επιφυλακής, με τους όρους και περιορισμούς της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να είναι γενική ή μερική. Μπορεί ο Διοικητής την επιφυλακή να την καθορίζει και ως υποχρεωτική παραμονή των υπαλλήλων στο σπίτι τους. Η επιφυλακή λήγει από το διατάξοντα όταν εκλείψουν οι λόγοι πρόκλησής τους.

Άρθρο 26
(Άρθρο 4 Π.Δ. 123/1992) Φύλλα Πορείας

2. Τα φύλλα πορείας χορηγούνται:
α. Στις περιπτώσεις μετάθεσης, τοποθέτησης ή απόσπασης.
β. Για την εκτέλεση υπηρεσίας που διατάσσεται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, τον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος ή οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο όργανο.
γ. Στις περιπτώσεις που προβλέπουν οι διατάξεις οι σχετικές με την Υγειονομική Υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος.
δ. Σε περιπτώσεις αποστολής για εκπαίδευση.
ε. Σε οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ειδικές διατάξεις προβλέπουν τη χορήγησή τους.

Άρθρο 27
(Άρθρο 24 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Αξιωματικού Υπηρεσίας
2. Ενημερώνεται για όλα τα θέματα του Πυροσβεστικού Σταθμού, για την κατάσταση και τις μεταβολές των ανδρών της φυλακής του. Φροντίζει να τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Διατάγματος και να εφαρμόζονται οι οδηγίες και διαταγές του Διοικητή. Προσπαθεί να νουθετεί και εμψυχώνει τους άνδρες για την καλύτερη εκτέλεση της αποστολής του Σώματος.
3. Είναι υπεύθυνος για την έγκαιρη προσέλευση και κανονική αποχώρηση των ανδρών της φυλακής, ανακοινώνει σ’ αυτούς τις διάφορες διαταγές ή άλλες μεταβολές του Σταθμού και πραγματοποιεί την εκπαίδευση των ανδρών ή επιβλέπει αυτή με βάση το πρόγραμμα εκπαίδευσης.
4. Κατά την αλλαγή της φυλακής βεβαιώνεται ότι οι άνδρες φορούν κανονικά τη στολή τους και φέρουν της πυροσβεστική τους εξάρτυση, επιθεωρεί τις εγκαταστάσεις του Σταθμού για τη διαπίστωση τυχόν ελλείψεων, ιδιαίτερα σε θέματα ασφαλείας και καθαριότητάς τους. Επιθεωρεί τα οχήματα και δύναται να καλεί τον επόπτη υπηρεσία ή τον αρχιοδηγό υπηρεσίας για την από κοινού επιθεώρηση χώρων ή οχημάτων ή και του λοιπού εξοπλισμού.
5. Δέχεται πάντοτε, όταν απουσιάζει ο Διοικητής, τα άτομα που προσέρχονται στην Υπηρεσία, ακούει με προθυμία τα αιτήματά τους και δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις ή πληροφορίες πάντα μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας και των οδηγιών του Διοικητή. Ενημερώνεται για τα τυχόν προβλήματα των υπαλλήλων της φυλακής του και φροντίζει για την επίλυσή τους εφόσον είναι δυνατή. Φροντίζει να υπάρχει ομόνοια και εκτίμηση μεταξύ των υπαλλήλων της φυλακής και διευθετεί τις τυχόν παρουσιαζόμενες μικροδιαφορές. Εάν οι ανάγκες της Υπηρεσίας το επιτρέπουν σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να τους χορηγηθεί και ολιγόωρες άδειες απουσίας ενημερώνοντας οπωσδήποτε την επόμενη ημέρα τον Διοικητή.
10. Ενημερώνεται με κάθε λεπτομέρεια για την απώλεια ή τη φθορά δημοσίων ειδών των υπαλλήλων ή της Υπηρεσίας και ενεργεί ανάλογα για την ανακάλυψη των αιτίων υποβάλλοντας σχετική αναφορά στο Διοικητή.
11. Δεν απομακρύνεται από την Υπηρεσία, ούτε εγκαταλείπει τη θέση του εφόσον δεν αναλάβει υπηρεσία ο αντικαταστάτης του. Εισηγείται στο Διοικητή για τη χορήγηση ή μη ολιγόωρων αδειών στους υπαλλήλους ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας και τη σοβαρότητα των λόγων του υπαλλήλου.
13. Ελέγχει και υπογράφει το δελτίο αναφοράς της φυλακής που συντάσσει ο επόπτης υπηρεσίας και στο οποίο αναφέρονται όλες οι μεταβολές και τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της φυλακής.

Άρθρο 28
(Άρθρο 25 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα προϊσταμένων κίνησης οχημάτων

2. Είναι υπεύθυνος απέναντι στο Διοικητή για την καλή κατάσταση των οχημάτων και μηχανημάτων, την εκπαίδευση και καταλληλότητα των οδηγών, την επάρκεια σε πυροσβεστικά εργαλεία, κατασβεστικά υλικά και μέσα.

Άρθρο 29
(Άρθρο 26 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Επόπτη Υπηρεσίας

3. Επιθεωρεί όλες τις εγκαταστάσεις του Σταθμού και αναφέρει στον αξιωματικό υπηρεσίας κάθε έλλειψη ή βλάβη που διαπιστώνει μεριμνώντας παράλληλα για την αποκατάστασή της.
5. Παραλαμβάνει από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας τον πίνακα ορισμού της υπηρεσίας των ανδρών και κάνει αλλαγή της υπηρεσίας, φροντίζει για την κανονική εναλλαγή των ανδρών στην υπηρεσία του τηλεφωνητή, του σκοπού όπου και όταν υπάρχει, των περιπολικών οχημάτων και σε κάθε άλλη εσωτερική ή εξωτερική υπηρεσία και ενεργεί όλες τις τακτικές και έκτακτες προσκλήσεις των ανδρών.
7. Συντάσσει το δελτίο αναφοράς, στο οποίο αναγράφει κάθε μεταβολή της κατάστασης του προσωπικού, αιτήσεις, παράπονα, ασθένειες, συμβάντα που έλαβαν χώρα κ.λ.π.
8. Βοηθάει τον αξιωματικό υπηρεσίας στην εκπαίδευση των υπαλλήλων ιδιαίτερα σε πρακτικά θέματα, και τον τηλεφωνητή υπηρεσίας όταν χρειασθεί, φροντίζοντας να μη παραμένουν άλλοι άνδρες στο χώρο του τηλεφωνείου.
9. Αναφέρει στον αξιωματικό Υπηρεσίας κάθε παράπτωμα υπαλλήλου και ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τις ειδικές οδηγίες και διαταγές του.

Άρθρο 30
(Άρθρο 27 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα αρχιοδηγού Υπηρεσίας

2. Με την ανάληψη της υπηρεσίας του επιθεωρεί όλα τα οχήματα και το λοιπό πυροσβεστικό εξοπλισμό και φροντίζει αυτά να είναι καθαρά, να λειτουργούν σωστά και να βρίσκονται στη θέση τους. Τυχόν φθορές και ελλείψεις αναφέρονται αμέσως στον Αξιωματικό Υπηρεσίας και στον προϊστάμενο κίνησης.
4. Επισκευάζει με τη βοήθεια των οδηγών κάθε μικροβλάβη των οχημάτων, μηχανημάτων και λοιπών πυροσβεστικών υλικών και εργαλείων, δοκιμάζοντας την καλή τους λειτουργία και την αντοχή τους. φροντίζει για την πληρότητα και καλή λειτουργία όλων των συσκευών και φορητών αντλιών.

Άρθρο 31
(Άρθρο 29 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα οδηγού

2. O οδηγός είναι υπεύθυνος για την καλή κατάσταση, συντήρηση και καθαριότητα του οχήματός του και οφείλει όταν αναλαμβάνει υπηρεσία να ελέγχει το όχημα σύμφωνα με τις διαταγές που υπάρχουν για τη διαπίστωση της καλής λειτουργίας του.
3. Αναφέρει στον αρχιοδηγό υπηρεσίας τυχόν βλάβη ή φθορά του οχήματος και των εργαλείων που βρίσκονται σ’ αυτό και προσπαθεί για την αποκατάστασή τους, αν αυτή είναι δυνατή.
4. Ελέγχει αν το όχημα είναι εφοδιασμένο, σύμφωνα με τις διαταγές που υπάρχουν, με όλα τα πυροσβεστικά εργαλεία, συσκευές, υλικά κατάσβεσης και λοιπό εξοπλισμό, που είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση πυρκαγιών και άλλων συμβάντων και φροντίζει αυτά να διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.
5. Οφείλει να εξασφαλίζει την άμεση εκκίνηση του οχήματός του όταν σημαίνει συναγερμός, να γνωρίζει την περιοχή ευθύνης του Σταθμού του και να ακολουθεί το συντομότερο δρομολόγιο για τη μετάβαση στον τόπο του συμβάντος, παίρνοντας όλα τα μέτρα και προφυλάξεις για την ασφαλή μετάβαση και αποφυγή δυστυχήματος.
8. Οφείλει να ελέγχει τον κινητήρα του οχήματος που λειτουργεί πολλές ώρες, για να προλαβαίνει τυχόν φθορές και βλάβες. Απαγορεύεται η χρήση των σειρήνων και των περιστρεφόμενων φανών κατά την επιστροφή από συμβάν, εκτός από τα βαρέα οχήματα και μηχανήματα που μπορούν να έχουν σε λειτουργία το φανό. Επιστρέφοντας στο Σταθμό από οποιαδήποτε αποστολή, οφείλει να συμπληρώσει ή αντικαταστήσει τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, να αποκαταστήσει τις μικροβλάβες που παρουσιάστηκαν και να καθαρίσει το όχημα εφόσον χρειάζεται.
9. Έχει υποχρέωση να γνωρίζει τις ακριβείς θέσεις των εργαλείων, εξαρτημάτων και υλικών πάνω στο όχημα για τη γρήγορη εξεύρεση σε περίπτωση χρησιμοποιήσεώς τους.
10. Είναι υποχρεωμένος να εκτελεί με ακρίβεια τις διαταγές των προϊσταμένων του στον τόπο του συμβάντος και να συμβάλει στην όλη πυροσβεστική προσπάθεια, ως Πυροσβέστης Γενικών Υπηρεσιών όταν υπάρχει ανάγκη.

Άρθρο 32
(Άρθρο 28 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα τηλεφωνητή

  1. Σε περίπτωση αναγγελίας πυρκαγιάς ή άλλου συμβάντος, σημαίνει αμέσως συναγερμό και παρακαλεί τον καλούντα να του δηλώσει τα απαραίτητα στοιχεία για τη συμπλήρωση του δελτίου συμβάντος. Αντίτυπα του δελτίου συμβάντος παραδίδει στον Αξιωματικό Υπηρεσίας και στους οδηγούς των οχημάτων της εξόδου, δίδοντας ταυτόχρονα προφορικά και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη πληροφορία γνωρίζει.
  2. Μετά από κάθε κλήση για αναγγελία συμβάντος και τη λήψη των στοιχείων, σημαίνει συναγερμό και ταυτόχρονα παρακαλεί τον καλούντα να του γνωρίσει τον αριθμό της συσκευής από την οποία καλεί για να πραγματοποιήσει στη συνέχεια επαλήθευση των στοιχείων του καλούντα. Σε περιπτώσεις που η τηλεφωνική κλήση είναι υπεραστική ακολουθεί την ίδια διαδικασία και η επαλήθευση γίνεται με τη συνεργασία της Αστυνομικής, Δασικής, Κοινοτικής ή άλλης αρχής.
10. Ομιλεί πάντοτε ήρεμα, πρόθυμα με ευκρίνεια και ευγένεια σ’ όλες τις περιπτώσεις, οποιοδήποτε και αν είναι το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας.
11. Είναι υποχρεωμένος να παραμένει συνέχεια στο χώρο του τηλεφωνείου και δεν απομακρύνεται παρά μόνο μετά από άδεια του Αξιωματικού Υπηρεσίας. Διατηρεί καθαρό το θάλαμο του τηλεφωνείου, τις συσκευές, τα έπιπλα και κάποιο άλλο έγγραφο ή αντικείμενο βρίσκεται μέσα σ’ αυτό. Ανάβει και σβήνει τα φώτα του πυροσβεστικού καταστήματος όταν βραδιάζει και ξημερώνει αντίστοιχα.
12. Ο τηλεφωνητής εκτελεί ταυτόχρονα και καθήκοντα σκοπού, εκτός αν ειδικοί λόγοι επιβάλλουν τη σύσταση θέσης σκοπού, σύμφωνα με την εκτίμηση της Υπηρεσίας.

Άρθρο 33
(Άρθρο 5 Π.Δ. 123/1992) Καθήκοντα σκοπού

Στις Υπηρεσίες που ορίζεται αυτοτελής υπηρεσία σκοπού ή όπου αυτήν εκτελεί συγχρόνως με τα καθήκοντά του ο εκάστοτε τηλεφωνητής, ο σκοπός έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:
α. Επαγρυπνεί, επιβλέπει και ευθύνεται για την ασφάλεια των κτιριακών εγκαταστάσεων και των υπηρεσιακών οχημάτων και μηχανημάτων.
β. Απαγορεύει τη στάθμευση οχημάτων στην είσοδο-έξοδο της Υπηρεσίας και φροντίζει για την απομάκρυνση κάθε εμποδίου έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ευχερής και άμεση έξοδος των πυροσβεστικών οχημάτων.
γ. Ελέγχει κάθε ξένο προς την Υπηρεσία άτομο την ώρα που εισέρχεται σ’ αυτήν και οδηγεί αυτό στον Αξιωματικό Υπηρεσίας.
δ. Απαγορεύεται ν’ απομακρύνεται από τη θέση του χωρίς άδεια του Αξιωματικού Υπηρεσίας και χωρίς την προηγούμενη αντικατάστασή του.
ε. Σημειώνει σε ειδικό βιβλίο που τηρεί την ώρα αναχώρησης και επιστροφής των υπηρεσιακών οχημάτων.
Άρθρο 34
(Άρθρο 30 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα Νοσοκόμου

  1. Η υπηρεσία του νοσοκόμου ανατίθεται σε υπαξιωματικούς και πυροσβέστες που εκπαιδεύονται ειδικά γι’ αυτό από τους ιατρούς της Υπηρεσίας. Όπου δεν υπάρχουν ιατροί της υπηρεσίας, η εκπαίδευση των υπαλλήλων που εκτελούν καθήκοντα νοσοκόμου γίνεται σε νοσοκομεία με τη φροντίδα των Διοικητών των Υπηρεσιών.
4. Ακολουθεί την πυροσβεστική έξοδο και παράλληλα με τη μάχιμη υπηρεσία, προσφέρει πρώτες βοήθειες σε περίπτωση ανάγκης. Απαραίτητα σε κάθε φυλακή πρέπει να υπάρχει και πυροσβέστης-νοσοκόμος.

Άρθρο 35
(Άρθρο 31 Π.Δ. 8/1991) Στρατωνισμός

  1. Στους θαλάμους παραμονής και ανάπαυσης στις κτιριακές εγκαταστάσεις όπου στεγάζονται οι Πυροσβεστικοί Σταθμοί, μπορούν να αναπαύονται οι υπάλληλοι σε περιπτώσεις επιφυλακής ή παραμονής στο Σταθμό για χρόνο πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας λόγω υπηρεσιακών αναγκών.
  2. Στους θαλάμους αυτούς μπορούν να αναπαύονται και οι άνδρες της Γ’ φυλακής τις νυχτερινές ώρες. Κατά την ανάπαυση αυτή οι υπάλληλοι μπορούν να αφαιρούν μόνο τα υποδήματα και το χιτώνιό τους.
  3. Στους θαλάμους των Υπηρεσιών του Σώματος μπορούν, εφόσον υπάρχει η ευχέρεια και ύστερα από έγκριση του Διοικητού τους, να στρατωνίζονται και οι άγαμοι πυροσβεστικοί υπάλληλοι των Υπηρεσιών αυτών.
  4. Τα είδη στρατωνισμού όπως καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, παρέχονται στους υπαλλήλους όλων των βαθμών και κλάδων.

Άρθρο 41
(Άρθρο 38 Π.Δ. 8/1991) Τάξη κατά τη μετάβαση στον τόπο του συμβάντος

3. Επίσης κατά τη διάρκεια της μετάβασης, της επιτόπιας εργασίας και της επιστροφής απαγορεύεται στους άνδρες να καπνίζουν.
10. Τα οχήματα κατά την επιστροφή υπόκεινται στους κανόνες του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.

Άρθρο 50
(Άρθρο 47 Π.Δ. 8/1991) Καθήκοντα οδηγών οχημάτων στην πυρκαγιά

  1. Οι οδηγοί των οχημάτων και μηχανημάτων είναι υπεύθυνοι για την καλή λειτουργία των οχημάτων και είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με τις οδηγίες και διαταγές του επικεφαλής της εξόδου και του αρχιοδηγού.
4. Διατηρούν τον κινητήρα του οχήματος σε λειτουργία μέχρι να τελειώσουν οι κατασβεστικές εργασίες και διακόπτουν αυτή ενδιάμεσα μόνο μετά από διαταγή του τομεάρχη. Βοηθούν στη συσκευασία των εγκαταστάσεων μετά το τέλος του κατασβεστικού έργου και όταν επιστρέφουν στο Σταθμό αναφέρουν στον αρχιοδηγό κάθε βλάβη, φθορά ή απώλεια που τυχόν παρουσιάστηκε στο όχημά τους και συμπληρώνουν στο δελτίο κίνησης του οχήματος, όλα τα απαραίτητα στοιχεία.

Άρθρο 51
(Άρθρο 48 Π.Δ. 8/1991) Συσκευασία και επιστροφή πυροσβεστικών εξόδων

  1. Μετά το τέλος του κατασβεστικού έργου, όλοι οι υπάλληλοι συγκεντρώνουν τα εργαλεία και ανταλλακτικά που χρησιμοποιήθηκαν και τα παραδίδουν στους οδηγούς των οχημάτων, οι οποίοι τα τοποθετούν στις θέσεις τους. Οι σωλήνες πριν τυλιχτούν αποστραγγίζονται καλά. Η διαταγή της αναχώρησης δίδεται από τον επικεφαλής, οπότε οι άνδρες επιβιβάζονται στα οχήματα και κάθονται στις θέσεις τους κανονικά.
3. Ο αρχιοδηγός οφείλει να αναφέρει στον Αξιωματικό Υπηρεσίας, κάθε ανωμαλία ή βλάβη που παρουσιάστηκε στα οχήματα, εξαρτήματα και λοιπά εργαλεία.

Άρθρο 60
(Άρθρο 1 Π.Δ. 130/1991) Γενικό περί πειθαρχίας

  1. Με τον όρο πειθαρχία νοείται:
α. Η ενσυνείδητη, πρόθυμη και χωρίς αντιλογία υπακοή κάθε πυροσβεστικού υπαλλήλου προς τους ανωτέρους του, καθώς και η άμεση εκτέλεση των διαταγών τους που αφορούν στην εφαρμογή των νόμων, των κανονισμών και των διαταγών της Υπηρεσίας.
β. Ο σεβασμός των κατωτέρων προς τους ανωτέρους εντός και εκτός Υπηρεσίας.
γ. Η αξιοπρεπής και κόσμια συμπεριφορά των ανωτέρων προς τους κατωτέρους.
δ. Η πολιτισμένη και άψογη συμπεριφορά των πυροσβεστικών υπαλλήλων προς τους πολίτες.
  1. Η πειθαρχία σε καμία περίπτωση δεν έχει σκοπό τη μείωση της προσωπικότητας, ούτε καταργεί την πρωτοβουλία, αλλά δημιουργεί αρμονικές σχέσεις μεταξύ των ατόμων και συντονίζει τις προσπάθειες για την αρμονική συνεργασία του προσωπικού προς εκπλήρωση της υψηλής αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος.
4. Οι διαταγές πρέπει να είναι νόμιμες, σαφείς, οριστικές και να διατυπώνονται με ευπρέπεια και σοβαρότητα. Οι αναφορές πρέπει να είναι βραχείες, σαφείς, ακριβείς και να διατυπώνονται με σεβασμό.
5. Ο ανώτερος είναι υπεύθυνος για τις συνέπειες της διαταγής του, ο δε κατώτερος έχει υποχρέωση να εκτελεί με ακρίβεια τη διαταγή που πήρε και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση αυτής και για τις συνέπειες της μη εκτέλεσής της. Τυχόν παράπονο για δοθείσα διαταγή, διατυπώνονται μόνο μετά την εκτέλεση της και ποτέ πριν.
7. Κάθε πυροσβεστικός υπάλληλος είναι προσωπικά υπεύθυνος για τις πράξεις ή παραλείψεις του. Η μετατόπιση ευθύνης στον ανώτερο για παραλείψεις υφισταμένων είναι απαράδεκτη και υπονομεύει την πειθαρχία.

Άρθρο 61
(Άρθρο 2 Π.Δ. 130/1991) Έννοια πειθαρχικού παραπτώματος

  1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, με πράξη ή παράλειψη.
  2. Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους πυροσβεστικούς υπαλλήλους από τις ισχύουσες διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων και τις διαταγές της Υπηρεσίας, καθώς και από την εντός και εκτός Υπηρεσίας διαγωγή, που οφείλει να τηρεί ο πυροσβεστικός υπάλληλος.

Άρθρο 62
(Άρθρο 3 Π.Δ. 130/1991), άρθρο 8 παρ. 1 Π.Δ. 123/1992) Πειθαρχικά παραπτώματα
Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος

  1. Πειθαρχικά παραπτώματα, ανεξάρτητα από το αξιόποινο ή όχι αυτών, είναι τα παρακάτω ενδεικτικά αναφερόμενα:
α. Έλλειψη πίστης, σεβασμού και αφοσίωσης στο Σύνταγμα, στους νόμους και το δημοκρατικό πολίτευμα.
ε. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση απάντησης σε αιτήσεις ιδιωτών ή δημοσίων αρχών.
η. Η απείθεια σε διαταγή που δόθηκε, η παράλειψη, η άρνηση, η παραμέληση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας που διατάχθηκε νόμιμα από ανώτερο.
ι. Η έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας στις υπηρεσιακές ενέργειες.
ια. Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για ευνοϊκή υπηρεσιακή μεταχείριση.
ιβ. Η αναξιοπρεπής διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας.
ιγ. Η ανευλαβής ή αντιπειθαρχική συμπεριφορά.
κα. Η παραμέληση καθήκοντος.
κβ. Η οκνηρία, η αμέλεια, η ατελής ή μη έγκαιρη ή τυπική και αδιάφορη εκτέλεση της υπηρεσίας καθώς και υπαίτια χαμηλή υπηρεσιακή απόδοση.
κγ. Η διάπραξη εγκλημάτων κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, καταπίεσης, απιστίας περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, ψευδομαρτυρίας, ψευδούς ανωμοτής κατάθεσης, συκοφαντικής δυσφήμισης, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και γενικά η διάπραξη κάθε εγκλήματος που από την αιτία, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσης και τις λοιπές περιστάσεις μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα ή μειώνει την αξιοπρέπεια του πυροσβεστικού υπαλλήλου ή το κύρος της Υπηρεσίας.
κστ. Η δημόσια, προφορική ή έγγραφη άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης Υπηρεσίας ή οποιουδήποτε πυροσβεστικού υπαλλήλου με εκφράσεις ή λόγους που αποδεικνύουν έλλειψη σεβασμού ή με σκόπιμη χρήση αβάσιμων επιχειρημάτων.
κζ. Η χαλαρότητα, η αδράνεια και η αδιαφορία στη διοίκηση και η ανεπαρκής επίβλεψη των υφισταμένων.
κη. 1-1 μη ευσυνείδητη και αντικειμενική αξιολόγηση των υφισταμένων.
κθ. Ο αθέμιτος πλουτισμός ή οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη που τείνει προς τέτοιο σκοπό, ανεξάρτητα αν επήλθε ή όχι το αποτέλεσμα που σκοπείται.
λ. Η τραχεία ή πιεστική συμπεριφορά.
λα. Η υπέρβαση καθήκοντος.
λβ. Η σύναψη χρεών με κατώτερους στο βαθμό υπαλλήλους καθώς και η ροπή στη σύναψη χρεών.
λγ. Η μη απονομή του οφειλόμενου χαιρετισμού και η μη τήρηση των τύπων εκδήλωσης σεβασμού προς τους ανώτερους και τα εθνικά σύμβολα.
λδ. Η αποσιώπηση παραπόνων των κατωτέρων που διατυπώθηκαν εγγράφως και η απρεπής συμπεριφορά προς αυτούς.
λε. Η αδικαιολόγητη και με πείσμα εμμονή στην υποβολή αίτησης για θέμα, για το οποίο έχει ήδη αποφανθεί αρνητικά η Υπηρεσία.
λστ. Η υπέρβαση της ιεραρχίας.
λζ. Κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την εντιμότητα, την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και τα χρηστά ήθη ή μαρτυρεί έλλειψη υπηρεσιακής αγωγής και ευθύνης.
λη. Ο χρηματισμός με τη μορφή δώρου και η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής παροχής που δεν συνιστά δωροληψία, αλλά όμως προέρχεται από πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο της υπηρεσιακής δράσης του πυροσβεστικού υπαλλήλου.
λθ. Η ψευδής αναφορά, κατάθεση ή δήλωση από πρόθεση ενώπιον οποιασδήποτε Υπηρεσίας για ιδιώτη ή οι κακόβουλοι υπαινιγμοί ή γνώμες, κατά οποιουδήποτε πυροσβεστικού υπαλλήλου ανεξάρτητα αν συνεπάγονται ή όχι ποινική δίωξη.
μ. Η παράλειψη παροχής συνδρομής από πυροσβεστικό υπάλληλο, σε συμβάν που έχει σχέση με την αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος ανεξάρτητα αν βρίσκεται ή όχι σε Υπηρεσία καθώς και η σύσταση ομάδας με σκοπό την ομαδική αποχή από την εκτέλεση διατεταγμένης Υπηρεσίας ή οφειλόμενου καθήκοντος.
μα. Η από πρόθεση ή αμέλεια πράξη ή παράλειψη με αποτέλεσμα τη βλάβη συναδέλφων του ή της Υπηρεσίας.
μβ. Η με οποιοδήποτε τρόπο εκδήλωση των πολιτικών πεποιθήσεων των υπαλλήλων κατά το χρόνο παραμονής στις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες καθώς και κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
μγ. Η προφορική καθ’ υπέρβαση της ιεραρχίας ενημέρωση προϊσταμένων υπηρεσιών, για πράξεις ή παραλείψεις ανωτέρων τους.
μδ. Η δημοσίευση στον τύπο ή άλλο μέσο, πληροφοριών που αφορούν εσωτερικά θέματα της Υπηρεσίας ή έχουν σχέση με την ιδιωτική ή υπηρεσιακή ζωή των πυροσβεστικών υπαλλήλων.
με. Η χρησιμοποίηση της πυροσβεστικής ιδιότητας για εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδίων ή προκείμενων σ’ αυτούς προσώπων.
μστ. Κάθε πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε βλάβη, φθορά ή απώλεια υλικού της Υπηρεσίας.
μζ. Κάθε παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διαταγές της Υπηρεσίας.
μη. Η εγκατάλειψη θέσης ή η χωρίς άδεια απομάκρυνση από συγκεκριμένο χώρο στον οποίο τοποθετήθηκε να εκτελέσει συγκεκριμένη υπηρεσία ή έργο.
μθ. Η προσποίηση ασθένειας με σκοπό την αποφυγή εκτέλεσης υπηρεσίας.
  1. Διατάξεις που ορίζουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ.
  2. Για τους πυροσβεστικούς υπαλλήλους ισχύουν ως ειδικές ποινικές διατάξεις οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 10 μέχρι και 18 του Ν.6015/1934 (Α’46).

Άρθρο 63
(Άρθρο 4 Π.Δ. 130/1991) Πειθαρχικές ποινές

  1. Στο πυροσβεστικό προσωπικό επιβάλλονται οι ακόλουθες πειθαρχικές ποινές, που καταχωρούνται στα ατομικά τους έγγραφα:
α. Παρατήρηση.
β. Επίπληξη.
γ. Πρόστιμο μέχρι ένα μηνιαίο βασικό μισθό του τιμωρουμένου.
δ. Αργία με πρόσκαιρη παύση.
ε. Αργία με απόλυση.
στ. Απόταξη.
  1. Η παρατήρηση, η επίπληξη και το πρόστιμο είναι κατώτερες πειθαρχικές ποινές.
  2. Οι αργίες και η απόταξη είναι ανώτερες πειθαρχικές ποινές. Τα παραπτώματα, η διαδικασία βεβαίωσης τους και η διαδικασία επιβολής των ποινών αυτών στο πυροσβεστικό προσωπικό καθορίζονται στις διατάξεις των Ν.Δ. 343/69 και 935/71, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα.
  3. Οι κατώτερες πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται στο πυροσβεστικό προσωπικό για παραπτώματα του προηγούμενου άρθρου εφόσον αυτά λόγω της βαρύτητας, του τρόπου και των συνθηκών τέλεσης, δεν επισύρουν την επιβολή ανώτερης πειθαρχικής ποινής κατά τους ορισμούς των διατάξεων των Ν.Δ. 343/69 και 935/71 και ειδικότερα:
α. Η παρατήρηση επιβάλλεται για ελαφρά παραπτώματα για τα οποία κρίνεται ότι δεν είναι αναγκαία η επιβολή βαρύτερης πειθαρχικής ποινής λόγω της φύσης του παραπτώματος, των συνθηκών τέλεσης, του χαρακτήρα και της διαγωγής του υπαιτίου.
β. Η επίπληξη επιβάλλεται για ελαφρά παραπτώματα όταν διαπράττονται από αμέλεια και αφορούν κυρίως την εκτέλεση καθηκόντων, τη συμπεριφορά, την τάξη, την εμφάνιση και την παράσταση γενικά του πυροσβεστικού υπαλλήλου, εντός και εκτός της Υπηρεσίας.
γ. Το πρόστιμο επιβάλλεται για σοβαρότερα παραπτώματα περί την εκτέλεση των καθηκόντων, τη συμπεριφορά, την τάξη, την εμφάνιση και την παράσταση γενικά του πυροσβεστικού υπαλλήλου, εντός και εκτός της Υπηρεσίας.

Άρθρο 65
(Άρθρο 6 Π.Δ.130/1991) Πειθαρχική ευθύνη για παραπτώματα που τελέσθηκαν πριν την κατάταξη

  1. Πυροσβεστικό υπάλληλος ο οποίος κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του στο Δημόσιο Τομέα διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο δεν εκδικάσθηκε στην προγενέστερη Υπηρεσία του, διώκεται πειθαρχικά, εφόσον το παράπτωμα δεν παραγράφηκε. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος που διανύθηκε μέχρι την κατάταξή του στο Πυροσβεστικό Σώμα, εφόσον δεν υπερβαίνει τη διετία δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της παραγραφής.
  2. Η από πυροσβεστικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια συμμετοχής του σε διαγωνισμό για την κατάταξή του στο Πυροσβεστικό Σώμα και μέχρι την κατάταξή του ή το διορισμό του, τέλεση παράνομης πράξης, που έχει σχέση με τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό ή με τις προϋποθέσεις κατάταξής του, ανεξάρτητα αν αποτελεί ποινικό αδίκημα, συνιστά και πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.

Άρθρο 66
(Άρθρο 7 Π.Δ.130/1991) Παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν κατώτερη πειθαρχική ποινή παραγράφονται μετά ένα έτος, από τότε που διαπράχθηκαν. Αυτά που επισύρουν ανώτερη πειθαρχική ποινή παραγράφονται μετά πέντε έτη από τότε που διαπράχθηκαν.
  2. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται αν δεν παρέλθει ο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος.
  3. Οι κατά του υπαλλήλου απευθυνόμενες πράξεις για πειθαρχική δίωξη του παραπτώματος διακόπτουν την παραγραφή. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται επίσης με την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση της πειθαρχικής του δίωξης. Πειθαρχικό παράπτωμα που παραγράφηκε λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο για την επιμέτρηση της ποινής, κατά την τιμωρία άλλου συναφούς πειθαρχικού παραπτώματος.

Άρθρο 68
(Άρθρο 9 Π.Δ. 130/1991) Δεδικασμένο – Μη συρροή ποινών

  1. Για συρρέοντα παραπτώματα που τελέσθηκαν στον ίδιο χρόνο και τόπο από τον ίδιο πυροσβεστικό υπάλληλο, επιβάλλεται μια ποινή. Αν ένα ή περισσότερα από τα συρρέοντα παραπτώματα περιέλθει σε γνώση της Υπηρεσίας μετά την επιβολή ποινής για μερικά από αυτά, αίρεται η ποινή που επιβλήθηκε και επιβάλλεται μια συνολική ποινή για όλα τα συρρέοντα παραπτώματα. Αν τα παραπτώματα αυτά είναι, κατά την κρίση αυτού που ασκεί την πειθαρχική εξουσία, ασήμαντα σε σχέση με το παράπτωμα ή τα παραπτώματα για τα οποία επιβλήθηκε η ποινή, δεν αίρεται αυτή και ούτε επιβάλλεται άλλη ποινή.

Άρθρο 69
(Άρθρο 10 Π.Δ. 130/1991) Βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων – Καταγγελίες

  1. Η βεβαίωση των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον κάθε βαθμοφόρου του Πυροσβεστικού Σώματος, παράλειψη δε του καθήκοντος τούτου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
  2. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των πυροσβεστικών υπαλλήλων διαπιστώνονται με αυτοπρόσωπη αντίληψη από αυτόν που ασκεί την πειθαρχική δίωξη ή αναφορά ή έγγραφο άλλων αρχών ή αναφορές ιδιωτών ή με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο.
  3. Η εναντίον πυροσβεστικών υπαλλήλων καταγγελία για πειθαρχικά παραπτώματα γίνεται πάντοτε εγγράφως. Όταν η καταγγελία γίνεται προφορικά υποδεικνύεται στον καταγγέλοντα να συντάξει σχετική αναφορά.
5. Ανώνυμες καταγγελίες δεν μπορούν να θεμελιώσουν πειθαρχικό παράπτωμα.
6. Αφορμή για πειθαρχική δίωξη μπορεί να δώσει μόνο καταγγελία που αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν σχέση με την αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος και την από μέρους του πυροσβεστικού υπαλλήλου εκπλήρωση των καθηκόντων του που απορρέουν απ’ αυτήν.

Άρθρο 70
(Άρθρο 11 Π.Δ. 130/1991) Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης-Άσκηση
Πειθαρχικής δίωξης

  1. Αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης για παραπτώματα που επισύρουν κατώτερες πειθαρχικές ποινές είναι:
δ. Οι αξιωματικοί όταν είναι διοικητές ή προϊστάμενοι Υπηρεσιών για όλους τους κατώτερους ή νεωτέρους τους που υπάγονται διοικητικά σ’ αυτούς.
  1. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων των πυροσβεστικών υπαλλήλων ενεργείται αυτεπάγγελτα από τον έχοντα το δικαίωμα άσκησης αυτής, με βάση τα στοιχεία που περιέρχονται σ’ αυτόν.
  2. Αυτός που ασκεί την πειθαρχική δίωξη υποχρεούται στην άσκηση αυτής εφόσον τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του δύνανται να στηρίξουν αυτήν.
  3. Αυτός που ασκεί την πειθαρχική δίωξη δύναται, για τον έλεγχο των στοιχείων που περιέρχονται σ’ αυτόν και την εκτίμηση της ύπαρξης των λόγων προς άσκηση της πειθαρχικής δίωξης:
α. Να ζητά την παροχή εξηγήσεων, προφορικά ή έγγραφα από αυτόν που φέρεται ότι υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.
β. Να διατάσσει την ενέργεια προφορικής διοικητικής εξέτασης ή να εισηγείται την έκδοση διαταγής προς ενέργεια αυτής, κατά τις οικείες διατάξεις.
γ. Να προβαίνει σε κάθε άλλη νόμιμη ενέργεια.
  1. Αν τα στοιχεία που περιέρχονται σ’ αυτόν, που ασκεί την πειθαρχική δίωξη, καθώς και αυτά που συλλέγει ο ίδιος δεν πιθανολογούν την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή τα βεβαιούμενα ως πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα. Η υπόθεση τίθεται απ’ αυτόν, κατόπιν αιτιολόγησης, στο αρχείο.
  2. Για ελαφρά παραπτώματα, η δίωξη υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια αυτού που την ασκεί, ο οποίος για την απόφασή του αυτή, λαμβάνει υπόψη, το συμφέρον της Υπηρεσίας και την όλη διαγωγή του Υπαλλήλου εντός και εκτός Υπηρεσίας αιτιολογώντας τη σχετική απόφασή του. Στην περίπτωση αυτή κάνει σύσταση και καταχωρεί την απόφασή του αυτή αιτιολογημένη στην Ημερήσια Διαταγή.

Άρθρο 71
(Άρθρο 12 Π.Δ. 130/1991) Κλήση σε απολογία – Απολογία

  1. Για την έκδοση απόφασης επιβολής ποινής είναι η αναγκαία πάντοτε η προηγούμενη κλήση σε απολογία του πυροσβεστικού υπαλλήλου.
  2. Η κλήση σε απολογία περιέχει:
α. Τα στοιχεία του διωκόμενου πυροσβεστικού υπαλλήλου (βαθμός, αριθμός μητρώου, επώνυμο, όνομα και πατρώνυμο).
β. Πλήρη και ακριβή προσδιορισμό των πράξεων ή των παραλείψεων οι οποίες στοιχειοθετούν το αποδιδόμενο σ’ αυτόν παράπτωμα.
γ. Τον τόπο και χρόνο τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης.
δ. Την αναγραφή τυχόν ειδικών περιστατικών ή συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι πράξεις ή οι παραλείψεις.
ε. Τις διατάξεις που προβλέπουν τα παραπτώματα.
  1. Με την κλήση σε απολογία τάσσεται εύλογη προθεσμία προς υποβολή έγγραφης απολογίας, η οποία δε δύναται να υπερβεί τις 48 ώρες.
  2. Στην κλήση σε απολογία αναγράφεται ο τόπος και η ημερομηνία σύνταξης. Η κλήση υπογράφεται από αυτόν που ασκεί την πειθαρχική δίωξη ή ενεργεί Ένορκη Διοικητική Εξέταση και σφραγίζεται με τη σφραγίδα της Υπηρεσίας εκτός από την περίπτωση που η κλήση σε απολογία δίδεται από ενεργούντα Ένορκη Διοικητική Εξέταση. Συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το πρώτο τίθεται στον οικείο φάκελο και το δεύτερο επιδίδεται στον εγκαλούμενο, με αποδεικτικό επίδοσης, που συντάσσεται επί του πρώτου αντιτύπου.
  3. Σε περίπτωση που ο εγκαλούμενος αρνείται να παραλάβει την κλήση ή να υπογράψει το αποδεικτικό, αυτός που ενεργεί την επίδοση κάνει σχετική μνεία σ’ αυτό, αφού προσλάβει ένα μάρτυρα, ο οποίος προσυπογράφει στο αποδεικτικό.
  4. Αν ο εγκαλούμενος δεν υποβάλλει μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε στην απολογία του, δε δημιουργείται κώλυμα για την συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας. Η απολογία που δικαιολογημένα υποβάλλεται εκπρόθεσμα αλλά εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η οποία αρχίζει από τη στιγμή που θα εκλείψει το κώλυμα και πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, λαμβάνεται υπόψη.
  5. Η απολογία υποβάλλεται πάντοτε εγγράφως και συντάσσεται σε ύφος σεμνό και πειθαρχικό, ο δε απολογούμενος πρέπει να περιορίζεται στα ερωτήματα που τίθενται σ’ αυτόν και να μην εκτρέπεται σε κρίσεις και σχόλια σε βάρος των προϊσταμένων του ή άλλες αντιπειθαρχικές εκφράσεις ή να αναφέρεται σε άσχετα με το παράπτωμα θέματα.
  6. Αν στην απολογία περιέρχονται αντιπειθαρχικές εκφράσεις, κρίσεις ή σχόλια σε βάρος προϊσταμένων αυτά αποτελούν ξεχωριστό πειθαρχικό παράπτωμα.
  7. Η κλήση σε απολογία, εκτός της περίπτωσης που γίνεται κατά τη διαδικασία Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης λαμβάνει αριθμό πρωτοκόλλου.

Άρθρο 72
(Άρθρο 13 Π.Δ. 130/1991) Πειθαρχική δικαιοδοσία

3. Η ποινή του προστίμου επιβάλλεται ως εξής:
α. Ο Υπουργός μέχρι ένα μηνιαίο βασικό μισθό (Μ.Β.Μ.).
β. Ο Αρχηγός μέχρι 9/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
γ. Ο Υπαρχηγός μέχρι 8/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
δ. Οι Αρχιπύραρχοι μέχρι 7/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
ε. Οι Πύραρχοι μέχρι 6/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
στ. Οι Αντιπύραρχοι μέχρι 5/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
ζ. Οι Επιπυραγοί μέχρι 4/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
η. Οι Πυραγοί μέχρι 3/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
θ. Οι Υποπυραγοί μέχρι 2/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
ι. Οι Ανθυποπυραγοί μέχρι 1/10 ενός (Μ.Β.Μ.).
4. Η παραπάνω πειθαρχική δικαιοδοσία ασκείται από τους από το βαθμό του Αρχιπυράρχου και κάτω εφόσον αυτοί είναι διοικητές ή προϊστάμενοι Υπηρεσιών σε όλους τους κατωτέρους ή νεωτέρους του που ανήκουν διοικητικά σ’ αυτούς.
5. Για το πειθαρχικό παράπτωμα που διαπιστώνεται και καταλογίζεται η ποινή που πρέπει να επιβληθεί και η επιμέτρηση αυτής προσδιορίζονται:
α. Από τη βαρύτητα του παραπτώματος και ιδιαίτερα από την επίδραση που είχε αυτό στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας.
β. Από το βαθμό, το χρόνο υπηρεσίας, το χαρακτήρα, την προηγούμενη διαγωγή και την επαγγελματική απόδοση του υπαλλήλου.
γ. Από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε και γενικά τις επικρατούσες συνθήκες κατά το χρόνο της τέλεσής του.
δ. Από τη μορφή υπαιτιότητας (δόλος ή αμέλεια) και σε περίπτωση που διαπράχθηκε από αμέλεια, το βαθμό αυτής.
6. Αν αυτός που ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν δεν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή ότι αυτά δεν δύνανται να επισύρουν πειθαρχική ποινή λόγω παραγραφής ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, θέτει την υπόθεση στο αρχείο αιτιολογώντας εγγράφως την κρίση του.

Άρθρο 73
(Άρθρο 14 Π.Δ. 130/1991) Επικύρωση – Αυξομείωση – Άρση ποινών

  1. Αρμόδιοι για την επικύρωση των κατωτέρων πειθαρχικών ποινών είναι:
α. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης για τις ποινές των ανωτάτων Αξιωματικών.
β. Ο Αρχηγός Πυροσβεστικού Σώματος για τις ποινές των ανωτέρων και κατωτέρων Αξιωματικών.
γ. Ο Υπαρχηγός για τις ποινές όλων των υπαλλήλων από το βαθμό του Πυροσβέστη μέχρι και του Πυρονόμου που επιβάλλονται το πρώτον από τους Περιφερειακούς Διοικητές και τους Διοικητές των Ειδικών Υπηρεσιών του Σώματος.
δ. Οι Περιφερειακοί Διοικητές για τις ποινές των Πυροσβεστών, Υπαξιωματικών και Πυρονόμων που υπάγονται στη διοικητική τους αρμοδιότητα.
  1. Όλοι οι ιεραρχικά προϊστάμενοι μέχρι και τους αρμοδίους για την επικύρωση των ποινών μέσα στα πλαίσια της πειθαρχικής δικαιοδοσίας τους, δικαιούνται να εγκρίνουν, επαυξάνουν, μειώνουν, ή αίρουν την ποινή που επιβλήθηκε τροποποιώντας κατά περίπτωση το αιτιολογικό της. Αν για τη διαμόρφωση ορθής κρίσης, κρίνουν αναγκαία την εξακρίβωση κάποιου περιστατικού, έχουν το δικαίωμα, πριν εγκρίνουν την ποινή να ενεργήσουν ή να διατάξουν την ενέργεια σχετικής έρευνας.
  2. Οι ποινές που επικυρώνονται, δεν υπόκεινται πλέον σε άλλο έλεγχο, και διαβιβάζονται αρμοδίως για να καταχωρηθούν στα ατομικά βιβλιάρια του υπαλλήλου.
  3. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και ο Αρχηγός Πυροσβεστικού Σώματος, έχουν το δικαίωμα με σχετική αιτιολογημένη πράξη, που να στηρίζεται σε γεγονότα, πλήρως διαπιστωμένα, να επιβάλλουν ποινή για πράξη που δεν κρίθηκε πειθαρχικά ελεγκτέα από υφιστάμενό τους.
  4. Δεν υπόκεινται σε επικύρωση:
α. Οι ποινές που επιβάλλει ο Υπουργός σ’ όλο το πυροσβεστικό προσωπικό.
β. Οι ποινές που επιβάλλει ο Αρχηγός του Σώματος στους ανωτέρους και κατωτέρους Αξιωματικούς και στους κατωτέρους υπαλλήλους.
γ. Οι ποινές που επιβάλει ο Υπαρχηγός στους κατωτέρους υπαλλήλους και Πυρονόμους.

Άρθρο 74
(Άρθρο 15 Π.Δ. 130/1991, άρθρο 22 παρ. 1 Π.Δ.130/1991) Καταχώρηση και συνέπεια ποινών

  1. Κάθε ποινή που επιβάλλεται σε υπάλληλο του Πυροσβεστικού Σώματος καταχωρείται στην αντίστοιχη Ημερήσια Διαταγή και το ατομικό του βιβλιάριο, όπου αναγράφονται ο βαθμός, ο αριθμός μητρώου, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο του τιμωρουμένου, το είδος της ποινής και σε περίπτωση επιβολής ποινής προστίμου το ύψος αυτού, το αιτιολογικό της ποινής το οποίο πρέπει να είναι συνοπτικό, σαφές και να αποδίδει απόλυτα τα πραγματικά περιστατικά του παραπτώματος τοπικά και χρονικά προσδιορισμένα καθώς και τη σχετική διάταξη που προβλέπει το παράπτωμα.
  2. Μετά την επιβολή κάθε ποινής ο Διοικητής ή Προϊστάμενος της Υπηρεσίας υποβάλλει ιεραρχικά στον αρμόδιο για την επικύρωση της ποινής πειθαρχικό προϊστάμενο αναφορά, στην οποία περιλαμβάνεται πλήρες αιτιολογικό της ποινής και μνημονεύεται η ημερομηνία καταχώρησης στην Ημερήσια Διαταγή της Υπηρεσίας. Με την αναφορά συνυποβάλλονται η κλήση για απολογία, η απολογία του τιμωρηθέντα και κάθε άλλο γραπτό στοιχείο που έχει σχέση με την ποινή. Όλη η αλληλογραφία ιεραρχικά υποβάλλεται τελικά στο Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος για την τελική επικύρωση όταν χρειάζεται και την ενημέρωση των ατομικών εγγράφων.
  3. Σε περίπτωση αυθαίρετης απουσίας του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, ανεξάρτητα από την ποινή που θα του επιβληθεί, εκπίπτουν από τη μισθοδοσία του οι αποδοχές των ημερών που απουσίασε αυθαίρετα. Οι ημέρες αυθαίρετης απουσίας δεν θεωρούνται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για όλες τις περιπτώσεις.
  4. Οι κατώτερες πειθαρχικές ποινές μετά την πάροδο δέκα (10) χρόνων από την επιβολή τους διαγράφονται από το ατομικό βιβλιάριο του υπαλλήλου και δεν λαμβάνονται υπόψη στις μετά τη διαγραφή κρίσεις, με την προϋπόθεση ότι στο διάστημα αυτό δεν του επιβλήθηκε άλλη ποινή.
  5. Τα έγγραφα της πειθαρχικής διαδικασίας θεωρούνται απόρρητα και κανένας, εκτός εκείνου τον οποίο αφορούν, δεν μπορεί να λάβει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο.

Άρθρο 75
(Άρθρο 16 Π.Δ. 130/1991) Σχέση πειθαρχικής προς ποινική δίωξη

2. Πραγματικά γεγονότα των οποίων η ύπαρξη ή ανυπαρξία βεβαιώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική δίκη όπως και στην ποινική, δεν κωλύεται όμως το πειθαρχικό όργανο να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου.

Άρθρο 76
(Άρθρο 17 Π.Δ. 130/1991) Εκτός υπηρεσίας

  1. Οι Διοικητές ή Προϊστάμενοι των Υπηρεσιών και σε περίπτωση απουσίας τους οι Αξιωματικοί Υπηρεσία δύνανται να θέσουν εκτός υπηρεσίας μέχρι ένα 24ωρο κάθε πυροσβεστικό υπάλληλο της δικαιοδοσίας τους για παραπτώματα που κλονίζουν την τάξη και πειθαρχία της υπηρεσίας, ως επίσης και σε περιπτώσεις που λόγω μέθης ή ακανόνιστου της στολής, δεν μπορεί να εκτελέσει υπηρεσία ο υπάλληλος.
  2. Στην περίπτωση αυτή ο Αξιωματικός Υπηρεσίας ειδοποιεί αμέσως το Διοικητή της Υπηρεσίας, διαγράφει τον υπάλληλο από το δελτίο υπηρεσίας και συντάσσει ειδική αναφορά προς τη Διοίκησή του.
  3. Υπάλληλος που τέθηκε εκτός υπηρεσίας, εφόσον τιμωρηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, στερείται και τις ανάλογες αποδοχές για το χρονικό διάστημα για το οποίο τέθηκε εκτός υπηρεσίας.
  4. Τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των παραγρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου έχει και ο επικεφαλής ομάδας εργασίας Αξιωματικός, Πυρονόμος ή Υπαξιωματικός για τους άνδρες της ομάδας του.

Άρθρο 77
(Άρθρο 18 Π.Δ.130/1991) Διοικητικές εξετάσεις

  1. Για τη βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων ή την εξακρίβωση άλλων γεγονότων που ενδιαφέρουν την Υπηρεσία, ενεργούνται διοικητικές εξετάσεις.
  2. Οι διοικητικές εξετάσεις διακρίνονται σε Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις (Ε.Δ.Ε.) και σε Προφορικές Διοικητικές Εξετάσεις (Π.Δ.Ε.).

Άρθρο 78
(Άρθρο 19 Π.Δ. 130/1991) Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις

  1. Οι Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις ενεργούνται:
β. Για την εξακρίβωση των αιτιών και των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε θάνατος ή βλάβη ή ανικανότης ή προξενήθηκε σοβαρός τραυματισμός πυροσβεστικού υπαλλήλου.
  1. Στις Ε.Δ.Ε. εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας οι σχετικές με τα αποδεικτικά μέσα. Επιτρέπεται η κατά παραγγελία λήψη καταθέσεων ή η ενέργεια άλλης ανακριτικής πράξης από άλλο ανώτερο ή αρχαιότερο υπάλληλο από εκείνον σε βάρος του οποίου γίνεται η Ε.Δ.Ε.

Άρθρο 79
(Άρθρο 20 Π.Δ. 130/1991, άρθρο 8 παρ. 2 Π.Δ.123/1992) Προφορικές Διοικητικές Εξετάσεις

  1. Οι προφορικές διοικητικές εξετάσεις ενεργούνται:
α. Για την βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία τιμωρούνται με κατώτερες πειθαρχικές ποινές.
β. Για την εξακρίβωση ελαφρών τραυματισμών υπαλλήλων και της σχέσης αυτών των τραυματισμών με την Υπηρεσία.
  1. Αρμόδιοι να διατάσσουν τη διενέργεια Π.Δ.Ε. είναι εκείνοι που είναι αρμόδιοι να διατάσσουν και τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και ενεργούνται από αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος ανώτερους ή αρχαιότερους από εκείνους που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση.
  2. Στην Π.Δ.Ε. η μεν εξέταση του καταγγέλοντα και των άλλων μαρτύρων γίνεται προφορικά η δε εξέταση του εγκαλούμενου γίνεται εγγράφως. Έκθεση δεν συντάσσεται για καμιά ανακριτική πράξη, συντάσσεται όμως έκθεση διενέργειας Π.Δ.Ε.
  3. Για την κλήση σε απολογία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 71 και 78 παράγρ. 8 του παρόντος.
  4. Οι διατάξεις των παράγρ. 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 78 του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται και στις Π.Δ.Ε.

Άρθρο 80
(Άρθρο 21 Π.Δ. 130/1991) Παράπονα

12. Απαγορεύεται απολύτως σε κάθε ανώτερο να μη δεχθεί ή να απορρίψει παράπονα που του επιβλήθηκαν και αφορούν το άτομο του. Η αποσιώπηση από ανώτερο κάθε παράπονου, αποτελεί βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα και επισύρει ανάλογη ποινή.
13. Όποιος ανώτερος δέχεται παράπονα κατωτέρου του, υποχρεούται μέσα σε 10 ημέρες να γνωρίσει στον παραπονούμενο εγγράφως ή με την Ημερήσια Διαταγή τις ενέργειές του, σε διαφορετική περίπτωση ο παραπονούμενος δύναται να κάνει υπέρβαση ιεραρχίας υποβάλλοντος τα παράπονά του στην αμέσως προϊσταμένη υπηρεσία του ανωτέρου του που δεν του απάντησε.

Άρθρο 95
(Άρθρα 15 και 16 Π.Δ. 254/1991) Υλικές αμοιβές – Αποζημιώσεις

  1. Στο πυροσβεστικό προσωπικό είναι δυνατή και η χορήγηση υλικής αμοιβής, κατά τον τρόπο και τη διαδικασία του άρθρου 90 αυτού του Διατάγματος, για εξαίρετη δραστηριότητα ή προσπάθεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
  2. Την υλική αμοιβή απονέμει στο κατώτερο προσωπικό με απόφασή του ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος στους δε αξιωματικούς με απόφασή του ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης.
5. Στο πυροσβεστικό προσωπικό μπορεί να χορηγείται, κατά τον τρόπο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, αποζημίωση για φθορές ή απώλειες ενδυμάτων ή αντικειμένων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 98
(Άρθρο 1 Π.Δ. 101/1991) Διάκριση αδειών

Στο πυροσβεστικό προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος χορηγούνται οι εξής άδειες απουσίας:
  1. Κανονική
  2. Κανονική με μειωμένες αποδοχές
  3. Βραχεία
  4. Αναρρωτική
  5. Εκπαιδευτική
  6. Μακράς διάρκειας για την αλλοδαπή
  7. Ειδική άδεια εξετάσεων
  8. Γονική άδεια
  9. Ολιγόωρη

Άρθρο 99
(Άρθρο 2 Π.Δ. 101/1991) Κανονική άδεια

  1. Ο πυροσβεστικός υπάλληλος δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος (30) ημέρες κανονική άδεια απουσίας με πλήρεις αποδοχές.
  2. Οι εξερχόμενοι από το Τμήμα Δόκιμων Πυροσβεστών της Πυροσβεστικής Σχολής καθώς και οι επανακατατασσόμενοι στο Πυροσβεστικό Σώμα δεν δικαιούνται κανονική άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος που εξήλθαν απ’ αυτή ή επανακατατάχθηκαν.
  3. Η κανονική άδεια χορηγείται στο πυροσβεστικό προσωπικό είτε ολόκληρη είτε τμηματικά κατά το χρόνο προγραμματισμού της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 107 του παρόντος, εκτός εάν έκτακτες και σοβαρές ανάγκες επιβάλλουν τη λήψη αυτής σε άλλα χρονικά διαστήματα.
  4. Αν για οποιοδήποτε λόγο η παραπάνω άδεια, δεν χορηγηθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος, χορηγείται αυτή το επόμενο ημερολογιακό έτος και μέχρι τέλους Μαρτίου, χρονολογία μέχρι την οποία η άδεια πρέπει να έχει διανυθεί.
  5. Οι επανερχόμενοι από αργία με πρόσκαιρη παύση ή αργία με απόλυση δε δικαιούνται κανονική άδεια στο ίδιο ημερολογιακό έτος που επανήλθαν στην κατάσταση της ενέργειας, εφόσον απουσίασαν κατά το έτος αυτό πέραν του διμήνου.
  6. Από την παρούσα δύναμη προσωπικού κάθε Υπηρεσίας μπορεί να βρίσκεται σε κανονική άδεια, ταυτόχρονα ποσοστό μέχρι 20% των υπαλλήλων.

Άρθρο 100
(Άρθρο 3 Π.Δ. 101/1991) Κανονική άδεια με μειωμένες αποδοχές

  1. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση των αρμοδίων για τη χορήγηση των αδειών, μπορεί να χορηγηθεί στο πυροσβεστικό προσωπικό κανονική άδεια με μειωμένες αποδοχές, μέχρι τριάντα (30) ημέρες κάθε ημερολογιακό έτος επιπλέον και μετά την εξάντληση της κανονικής και βραχείας άδειας. Κατ’ εξαίρεση και για σπουδαίους λόγους του υπαλλήλου η άδεια αυτή μπορεί να χορηγηθεί μαζί με την κανονική ή βραχεία άδεια. Οι αποδοχές στην περίπτωση χορήγησης της αδείας αυτής μειώνονται κατά 50% του συνόλου των αποδοχών του ανάλογου χρόνου.
  2. Ως εξαιρετικές περιπτώσεις, για τη χορήγηση αδείας με μειωμένες αποδοχές θεωρούνται οι περιπτώσεις ασθένειας του ίδιου του υπαλλήλου ή μελών της οικογενείας του ή κάθε άλλο σοβαρό περιστατικό που ανάγεται στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του αιτουμένου την άδεια, κατά την κρίση του αρμόδιου για τη χορήγηση της αδείας.

Άρθρο 101
(Άρθρο 4 Π.Δ. 101/1991) Βραχεία άδεια

  1. Το πυροσβεστικό προσωπικό, που δικαιούται κανονική άδεια, δικαιούται πρόσθετα και βραχεία άδεια διάρκειας επτά (7) ημερών, με πλήρεις αποδοχές, κάθε ημερολογιακό έτος. Η άδεια αυτή χορηγείται, είτε ολόκληρη, είτε τμηματικά, ανεξάρτητα από την εξάντληση ή όχι της κανονικής άδειας και πρέπει να γίνει έναρξή της μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους χορήγησης.
  2. Η βραχεία άδεια χορηγείται και στους Πυροσβέστες που δεν δικαιούνται κανονική άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 99 του παρόντος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά την κρίση του αρμόδιου για τη χορήγησή της, η άδεια αυτή μπορεί να χορηγείται και στο πυροσβεστικό προσωπικό που μνημονεύεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 99 του παρόντος.
  3. Εξαιρετικές περιπτώσεις που παρέχουν το δικαίωμα χορήγησης βραχείας άδειας σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο θεωρούνται σοβαρά περιστατικά που ανάγονται στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του αιτούμενου την άδεια.

Άρθρο 102
(Άρθρο 5 Π.Δ. 101/1991) Αναρρωτική άδεια

Τα σχετικά με τη χορήγηση των αναρρωτικών αδειών ρυθμίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος.

Άρθρο 103
(Άρθρο 6 Π.Δ. 101/1991) Εκπαιδευτική άδεια

  1. Οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι που εκπαιδεύονται σ’ όλα τα Τμήματα της Πυροσβεστικής Σχολής δικαιούνται τις άδειες απουσίας που προβλέπει γι’ αυτούς ο Κανονισμός της Πυροσβεστικής Σχολής.
  2. Οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι που εκπαιδεύονται σε κέντρα εκπαίδευσης και σχολές της ημεδαπής εκτός της Πυροσβεστικής Σχολής δικαιούνται τις άδειες που προβλέπονται ή χορηγούνται για τους σπουδαστές των κέντρων ή των σχολών αυτών.
  3. Ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος μπορεί να εγκρίνει τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας για την αλλοδαπή στους πυροσβεστικούς υπαλλήλους, για θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση σε θέματα που σχετίζονται με το πυροσβεστικό έργο. Στους εκπαιδευόμενους στην αλλοδαπή πυροσβεστικούς υπαλλήλους παρέχονται εκτός των κανονικών αποδοχών και η δαπάνη μετάβασης και επιστροφής καθώς και πρόσθετη αποζημίωση σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους.

Άρθρο 104
(Άρθρο 7 Π.Δ. 101/1991) Άδεια μακράς διάρκειας για την αλλοδαπή

  1. Στο πυροσβεστικό προσωπικό, μπορεί να χορηγείται άδεια απουσίας, μέχρι έξι (6) μήνες, είτε ολόκληρη είτε τμηματικά, για την αλλοδαπή, χωρίς αποδοχές, επιπλέον και μετά την εξάντληση της κανονικής, βραχείας και κανονικής με μειωμένες αποδοχές, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους.
  2. Η άδεια αυτή εγκρίνεται από τον Αρχηγό του Σώματος και ο χρόνος που διανύθηκε δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για όλες τις περιπτώσεις.

Άρθρο 105
Ειδικές άδειες – Άδειες Εξετάσεων

  1. «Οι ειδικές άδειες και οι άδειες εξετάσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 50 παρ. 1 και 1 και 60 του Ν.2683/1999 (Α’19) αντίστοιχα για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους χορηγούνται για τους ίδιους λόγους και με τις ίδιες προϋποθέσεις και στους υπαλλήλους του πυροσβεστικού προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος».
  2. Η ολιγόωρη άδεια είναι διάρκειας μέχρι 3 ωρών και δύναται να χορηγείται στο πυροσβεστικό προσωπικό κατά το χρόνο που εκτελεί υπηρεσία, για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών του κατά την κρίση του Διοικητή ή προϊστάμενου της Υπηρεσίας. Οι ολιγόωρες άδειες δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις εννέα (9) ώρες το μήνα.

Άρθρο 105Α
Άδεια μητρότητας – διευκολύνσεις – καθήκοντα και χρόνος εργασίας γυναικείου πυροσβεστικού προσωπικού

  1. Στο γυναικείο πυροσβεστικό προσωπικό που κυοφορεί χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος γιατρού για το χρόνο κύησης, άδεια μητρότητας ενός έτους, με πλήρεις αποδοχές με τη συμπλήρωση του τετάρτου μήνα κύησης, χωρίς δικαίωμα χορήγησης των διευκολύνσεων που προβλέπονται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους. Σε περίπτωση που σε κυοφορούσα υπάλληλο του πυροσβεστικού προσωπικού χορηγηθεί, λόγω θεραπείας, κατά τη διάρκεια κύησης αναρρωτική άδεια, αυτή αφαιρείται από την ως άνω ετήσια άδεια.
  2. Στις υπαλλήλους του πυροσβεστικού προσωπικού που υιοθετούν τέκνο, χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές εντός του πρώτου εξαμήνου μετά την περαίωση της διαδικασίας της υιοθεσίας, εφόσον το υιοθετημένο τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών.
  3. Ο χρόνος εργασίας του γυναικείου πυροσβεστικού προσωπικού είναι όμοιος με εκείνο που ισχύει για τους άνδρες κατ’ εξαίρεση, δεν ανατίθεται στις μητέρες υπαλλήλους του πυροσβεστικού προσωπικού με παιδιά ηλικίας μέχρι τεσσάρων (4) ετών υπηρεσία Γ φυλακής, εκτός αν οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, λόγω έλλειψης προσωπικού.
  4. Με βάση τη γνωμάτευση του θεράποντος γυναικολόγου γιατρού δύνανται να ανατίθενται σε γυναίκες υπαλλήλους κατά το χρόνο κύησής τους εσωτερικές ή εξωτερικές υπηρεσίες, που δεν επηρεάζουν την κύησή τους.

Άρθρο 105Α
Καθήκοντα Διοικητή Διοίκησης Π.Υ. Νομού

Ο Διοικητής Διοίκησης Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νομού έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τη θέση του και το βαθμό του από τις ισχύουσες για το Πυροσβεστικό Σώμα διατάξεις και επιπλέον:
α. Επιθεωρεί όλες τις Πυροσβεστικές υπηρεσίες της δικαιοδοσίας του και εξετάζει και ελέγχει κάθε υπηρεσιακό θέμα. Επιλύει τα τυχόν υπάρχοντα προβλήματα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, ασκεί το πειθαρχικό έλεγχο και αναφέρει ιεραρχικά για κάθε θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του.
ε. Μετακινεί του πυροσβεστικούς υπαλλήλους από το βαθμό του Πυρονόμου και κάτω από Υπηρεσία σε Υπηρεσία της δικαιοδοσίας του όταν αυτές βρίσκονται στην ίδια πόλη.
στ. Χορηγεί τις άδειες στους Διοικητές των υπαγομένων σ’ αυτόν Υπηρεσιών και συντάσσει τις εκθέσεις ικανότητάς τους.

Άρθρο 106
(Άρθρο 11 Π.Δ. 101/1991) Αναστολή, περιορισμός και ανάκληση αδειών

  1. Σε περιπτώσεις όλως εξαιρετικών και εκτάκτων υπηρεσιακών αναγκών και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές, μπορεί, ύστερα από πρόταση των Διοικητών ή των Προϊσταμένων των Υπηρεσιών και απόφαση του Αρχηγού για τις Κεντρικές και Ειδικές Υπηρεσίες του Σώματος και των Διοικητικών των Περιφερειακών Διοικήσεων Πυροσβεστικών Υπηρεσιών για το προσωπικό των Υπηρεσιών της δικαιοδοσίας τους, να περιορίζεται η διάρκεια των αδειών ή να ανακαλούνται οι άδειες που έχουν χορηγηθεί στο πυροσβεστικό προσωπικό. Για τις ίδιες περιπτώσεις και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές, οι Διοικητές ή οι Προϊστάμενοι των Υπηρεσιών μπορούν να αναστέλλουν τη χορήγηση των αδειών.

Άρθρο 107
(Άρθρο 12 Π.Δ. 101/1991) Προγραμματισμός κανονικών αδειών

  1. Οι κανονικές άδειες του πυροσβεστικού προσωπικού προγραμματίζονται μέσα στο ημερολογιακό έτος που ανάγονται, είτε ολόκληρες, είτε τμηματικά.
  2. Ο προγραμματισμός των αδειών γίνεται το μήνα Δεκέμβριο για το επόμενο ημερολογιακό έτος και συντάσσονται σχετικοί πίνακες. Κατά τον προγραμματισμό των αδειών λαμβάνονται υπόψη:
α. Οι υπηρεσιακές ανάγκες.
β. Οι προτιμήσεις του προσωπικού και οι λόγοι που επιβάλουν αυτές και διατυπώνονται έγκαιρα με έγγραφη αναφορά
γ. Τα προβλεπόμενα στην παράγρ. 6 του άρθρου 99 του παρόντος ποσοστά.
δ. Η χρονική περίοδος λήψης της κανονικής άδειας τα τρία τελευταία έτη.
ε. Γι’ αυτούς που ζητούν την κανονική τους άδεια, τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, προγραμματίζονται για ένα 20ήμερο, εφόσον ζητηθούν, με τη φροντίδα να μην συμπίπτουν οι κανονικές άδειες του προσωπικού με την ίδια περίοδο που έλαβε τούτο άδεια το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, εκτός αν οι ανάγκες της Υπηρεσίας το επιτρέπουν.
ζ. Για το πυροσβεστικό προσωπικό που πάσχει από παθήσεις και έχει ανάγκη ειδικής θεραπείας (λουτροθεραπείες, υδροθεραπείες, αεροθεραπείες κ.λ.π.) προγραμματίζεται εφόσον το ζητεί, ολόκληρη η κανονική του άδεια τους πιο πάνω μήνες. Η ανάγκη αυτής της ειδικής θεραπείας πιστοποιείται από βεβαίωση της οικείας επιτροπής αναρρωτικών αδειών. Η χρησιμοποίηση της άδειας αυτή για το σκοπό που χορηγήθηκε αποδεικνύεται με βεβαίωση της Υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την ειδική θεραπεία.
  1. Ο προγραμματισμός των αδειών γίνεται από τους αρμόδιους για τη χορήγηση των αδειών που ορίζονται στο επόμενο άρθρο.
  2. Επιτρέπεται κατά τους θερινούς μήνες ο προγραμματισμός και η χορήγηση ολόκληρης της μηνιαίας κανονικής άδειας σε υπάλληλο, εφόσον υπάρχει απροθυμία άλλων υπαλλήλων να προγραμματίσουν και να λάβουν κανονική άδεια κατά τους θερινούς μήνες ή και αντίστροφα η χορήγηση ολόκληρης της κανονικής άδειας σε μήνες εκτός θέρους, εφόσον οι ανάγκες της Υπηρεσίας το επιτρέπουν.
  3. Αν για υπηρεσιακούς λόγους δεν χορηγηθεί στους υπαλλήλους η κανονική άδεια κατά το χρόνο του προγραμματισμού της χορηγείται αμέσως όταν εκλείψουν οι λόγοι. Αυτοί που δεν υποβάλλουν, σύμφωνα με τα παραπάνω, αναφορά για τη χορήγηση της προγραμματισμένης κανονικής άδειας λαμβάνουν αυτή όταν το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες. Επίσης αυτοί που διακόπτουν με πρωτοβουλία τους την κανονική τους άδεια λαμβάνουν το υπόλοιπό της σε χρόνο που το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες.
  4. Όσοι από το πυροσβεστικό προσωπικό μετατίθενται ή αποσπώνται και δεν έχουν λάβει την κανονική τους άδεια, λαμβάνουν αυτή από την Υπηρεσία που τοποθετούνται.
  5. Αναπρογραμματισμός κανονικών αδειών επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου και μόνο για τους υπαλλήλους που για τις αιτίες αυτές δεν έλαβαν την άδειά τους κατά το χρόνο του αρχικού προγραμματισμού και όταν πρόκειται για αμοιβαίο αναπρογραμματισμό.

Άρθρο 109
(Άρθρο 14 Π.Δ. 101/1991) Χορήγηση αδειών – Υπολογισμός αδειών – Ημέρες πορείας

  1. Η κανονική με μειωμένες αποδοχές, η εκπαιδευτική για την αλλοδαπή, η μακράς διάρκειας για την αλλοδαπή, η ειδική άδεια εξετάσεων και η γονική άδεια χορηγούνται με έγγραφη αίτηση του ενδιαφερόμενου. Σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, η έγκριση χορήγησης μπορεί να ζητηθεί και με σήμα, επακολουθεί δε και η υποβολή της σχετικής αίτησης.
  2. Οι ημέρες άδειας υπολογίζονται σύμφωνα με το ισχύον ημερολόγιο. Στις ημέρες αδείας δεν υπολογίζονται οι απαραίτητες για τη μετάβαση στον τόπο διάνυσης της άδειας και επάνοδο ημέρες πορείας οι οποίες καθορίζονται πάγια ως εξής:
α. Τέσσερις (4) ημέρες για οποιοδήποτε τόπο ή τόπους διάνυσης της άδειας στην ημεδαπή.
β. Έξι (6) ημέρες, για οποιαδήποτε χώρα ή χώρες διάνυσης της άδειας στην αλλοδαπή.
  1. Οι ημέρες πορείας χορηγούνται στις κανονικές, στις βραχείες και στις αναρρωτικές άδειες. Σε περίπτωση χορήγησης αναρρωτικών αδειών περισσοτέρων της μιας μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, τέσσερις (4) ημέρες πορείας χορηγούνται μόνο στην πρώτη. Για τις υπόλοιπες αναρρωτικές που διανύονται εντός της έδρας της Υπηρεσίας, είτε ολόκληρες, είτε τμηματικά, χορηγούνται οι πράγματι απαιτούμενες ημέρες πορείας για τη μετάβαση και επάνοδο, κατά την κρίση του αρμόδιου για τη χορήγηση της άδειας.
  2. Όταν οι κανονικές ή οι βραχείες άδειες χορηγούνται τμηματικά, ημέρες πορείας λαμβάνονται μία φορά για κάθε μία από τις άδειες αυτές. Σε περίπτωση που παραπάνω άδειες χορηγούνται η μία συνέχεια της άλλης οι ημέρες πορείας υπολογίζονται χωριστά για κάθε μία.

Άρθρο 111
(Άρθρο 16 Π.Δ.101/1991) Απώλεια δικαιώματος για λήψη κανονικής και βραχείας άδειας

  1. Αυτός που δεν κάνει χρήση της κανονικής και βραχείας άδειας, μέσα στις προθεσμίες που τάσσουν η παράγραφος 4 του άρθρου 99 και η παράγραφος 1 του άρθρου 101 αντίστοιχα, του παρόντος, χάνει το δικαίωμα που έχει και δεν επιτρέπεται να προστεθούν οι άδειες αυτές στις αντίστοιχες άδειες του επόμενου έτους. Αν οι παραπάνω άδειες δεν χορηγηθούν για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγρ. 1 του άρθρου 106 του παρόντος, τότε επιτρέπεται ύστερα από πρόταση του Διοικητή ή Προϊσταμένου του υπαλλήλου και απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος να προστεθούν αυτές στις αντίστοιχες άδειες του επόμενου έτους.
  2. Στους μετακινούμενους προσωρινά για εκτέλεση υπηρεσίας καθώς και στους μετατιθέμενους δεν χορηγούνται κατ’ αρχήν άδειες, εκτός των αναρρωτικών. Κατ’ εξαίρεση χορηγείται στους μετατιθέμενους η προγραμματισμένη κανονική άδεια εφόσον ο χρόνος διάνυσης της καλύπτεται από την προθεσμία αναχώρησής τους.
  3. Επίσης σ’ αυτούς που σε βάρος τους εκκρεμεί σοβαρή ποινική δίκη ή διοικητική εξέταση μπορεί η Υπηρεσία να αρνηθεί τη χορήγηση κάθε άδειας, εκτός της αναρρωτικής. Στις περιπτώσεις αυτές χορηγούνται άδειες μόνο αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

Άρθρο 144
(Άρθρο 15 Π.Δ. 426/1991) Προκαταβολές στο προσωπικό

  1. Επιτρέπεται η χορήγηση προκαταβολής στο προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος από την πάγια προκαταβολή, για αντιμετώπιση οδοιπορικών εξόδων και εξόδων μετάθεσης, με την υπογραφή ισόποσων αποδείξεων, θεωρημένων από το Διοικητή τους. Οι προκαταβολές αυτές τακτοποιούνται είτε με προσκόμιση των νόμιμων δικαιολογητικών, είτε με την επιστροφή του ποσού της προκαταβολής ή με την παρακράτηση από τις αποδοχές του οφειλέτη.
  2. Επίσης επιτρέπεται η χορήγηση, από την παγία προκαταβολή της Διαχείρισης Χρηματικού, προκαταβολής έναντι μισθού, με ισόποση απόδειξη του παραλαμβάνοντας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός (1) δεκαπενθημέρου, για την αντιμετώπιση επείγουσας ανάγκης. Η χορήγηση αυτή τακτοποιείται στη μισθοδοσία του αμέσως επόμενου δεκαπενθημέρου. Υπεύθυνος για την έγκαιρη απόδοση της προκαταβολής ή για κάθε παράλειψη απόδοσής της είναι κυρίως εκείνος που έλαβε αυτήν, αλλά και ο Διαχειριστής Χρηματικού.
  3. Για τους εξερχόμενους του Πυροσβεστικού Σώματος, που οφείλουν χρήματα από προκαταβολές, αυτά παρακρατούνται στο σύνολό τους από το δικαιούμενο μισθό τους και αν αυτός δεν επαρκεί και σε βάρος του βοηθήματός τους και αποδίδονται στον οικείο Διαχειριστή. Σε περίπτωση όμως που δεν είναι δυνατή η παρακράτηση, η Διαχείριση προκαλεί τον καταλογισμό σε βάρος της ιδιαίτερης περιουσίας του και βεβαιώνεται ως έσοδο του Δημοσίου, τακτοποιούμενου του Διαχειριστή με τη βεβαίωση αυτή.
  4. Οι αποδείξεις παραλαβής προκαταβολής λαμβάνουν τον αύξοντα αριθμό καταχώρησής τους στο βοηθητικό ημερολόγιο ταμείου.
 
Top