Σύμφωνα με το Άρθρο 1 παράγραφος 2 της 4ης/2012 Πυροσβεστικής Διάταξης (ΦΕΚ Β’ 1346) απαγορεύεται το άναμμα φωτιάς από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Οκτωβρίου κάθε έτους σε οικοπεδικούς και λοιπούς ακάλυπτους χώρους, που βρίσκονται εντός και εκτός πόλεων, κωμοπόλεων και οικισμών.
Σύμφωνα με το Άρθρο 4 παράγραφος 1 της 9ης/2000 Πυροσβεστικής Διάταξης (ΦΕΚ Β’ 1459/30-11-2000) όπως τροποποιήθηκε με την 9Α/2005 Πυρ/κή Διάταξη (ΦΕΚ Β’ 1554) επιτρέπεται από 1ης Νοεμβρίου μέχρι και 30 Απριλίου του επομένου έτους, το άναμμα φωτιάς στην ύπαιθρο χωρίς την έκδοση άδειας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, για την εκτέλεση γεωργικών ή άλλων εργασιών περιορισμένης έκτασης, για τις οποίες δεν προκύπτουν για το παραπάνω χρονικό διάστημα διαφορετικά μέτρα από την ανωτέρω ή άλλη διάταξη, εφόσον ληφθούν από τον ενεργούντα την καύση όλα τα απαραίτητα κατά περίπτωση μέτρα για την αποφυγή εκδήλωσης πυρκαγιάς. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα κάτωθι προληπτικά μέτρα:
1. Ενημέρωση της αρμόδιας κατά τόπους Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την αποφυγή άσκοπης ειδοποίησης.
2. Επιλογή κατάλληλου αποψιλωμένου σημείου για την καύση.
3. Εξασφάλιση παρουσίας κατάλληλων μέσων για την αντιμετώπιση τυχόν επέκτασης της πυρκαγιάς (πτυοσκάπανα, επαρκής παροχή νερού κτλ).
4. Η καύση θα διενεργείται μόνο όταν οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν (χαμηλή ένταση ανέμου, υψηλή υγρασία κτλ).
5. Εξασφάλιση αδιάλειπτης επιτήρησης της πυρκαγιάς.
6. Να μην προκαλείται όχληση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Υπουργικής Απόφασης 11535/93 (ΦΕΚ 328/Β/6-5-93) περί μέτρων για τις ανοιχτές εστίες καύσης, απαγορεύεται η καύση τόσο σε υπαίθριους όσο και σε στεγασμένους χώρους (ανοιχτές εστίες καύσης) καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου:
α. πλαστικών ή ελαστικών υλικών και
β. οποιωνδήποτε άλλων στερεών υλικών που είναι σε θέση να προκαλέσουν αξιοσημείωτη ρύπανση του περιβάλλοντος.
Η απαγόρευση αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση καύσης στερεών φυτικών υλικών (ξηρών κλαδιών και χόρτων) που προέρχονται από γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Σύμφωνα με το Άρθρο 5 της ίδιας ΥΑ, οι παραβάτες των διατάξεων της απόφασης αυτής υπόκεινται στις κυρώσεις των άρθρων 28, 29 και 30 του Ν. 1650/86, όπως το τελευταίο απ’ αυτά τροποποιήθηκε µε το άρθρο 98 (παρ. 12) του Ν. 1892/1990.
Σύμφωνα με το Άρθρο 4 παράγραφος 1 της 9ης/2000 Πυροσβεστικής Διάταξης (ΦΕΚ Β’ 1459/30-11-2000) όπως τροποποιήθηκε με την 9Α/2005 Πυρ/κή Διάταξη (ΦΕΚ Β’ 1554) επιτρέπεται από 1ης Νοεμβρίου μέχρι και 30 Απριλίου του επομένου έτους, το άναμμα φωτιάς στην ύπαιθρο χωρίς την έκδοση άδειας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, για την εκτέλεση γεωργικών ή άλλων εργασιών περιορισμένης έκτασης, για τις οποίες δεν προκύπτουν για το παραπάνω χρονικό διάστημα διαφορετικά μέτρα από την ανωτέρω ή άλλη διάταξη, εφόσον ληφθούν από τον ενεργούντα την καύση όλα τα απαραίτητα κατά περίπτωση μέτρα για την αποφυγή εκδήλωσης πυρκαγιάς. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα κάτωθι προληπτικά μέτρα:
1. Ενημέρωση της αρμόδιας κατά τόπους Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την αποφυγή άσκοπης ειδοποίησης.
2. Επιλογή κατάλληλου αποψιλωμένου σημείου για την καύση.
3. Εξασφάλιση παρουσίας κατάλληλων μέσων για την αντιμετώπιση τυχόν επέκτασης της πυρκαγιάς (πτυοσκάπανα, επαρκής παροχή νερού κτλ).
4. Η καύση θα διενεργείται μόνο όταν οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν (χαμηλή ένταση ανέμου, υψηλή υγρασία κτλ).
5. Εξασφάλιση αδιάλειπτης επιτήρησης της πυρκαγιάς.
6. Να μην προκαλείται όχληση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Υπουργικής Απόφασης 11535/93 (ΦΕΚ 328/Β/6-5-93) περί μέτρων για τις ανοιχτές εστίες καύσης, απαγορεύεται η καύση τόσο σε υπαίθριους όσο και σε στεγασμένους χώρους (ανοιχτές εστίες καύσης) καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου:
α. πλαστικών ή ελαστικών υλικών και
β. οποιωνδήποτε άλλων στερεών υλικών που είναι σε θέση να προκαλέσουν αξιοσημείωτη ρύπανση του περιβάλλοντος.
Η απαγόρευση αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση καύσης στερεών φυτικών υλικών (ξηρών κλαδιών και χόρτων) που προέρχονται από γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Σύμφωνα με το Άρθρο 5 της ίδιας ΥΑ, οι παραβάτες των διατάξεων της απόφασης αυτής υπόκεινται στις κυρώσεις των άρθρων 28, 29 και 30 του Ν. 1650/86, όπως το τελευταίο απ’ αυτά τροποποιήθηκε µε το άρθρο 98 (παρ. 12) του Ν. 1892/1990.