Στο προεδρικο διαταγμα 19/2006 Κανονισμός κατάταξης στο Πυροσβεστικό Σώμα των Δοκίμων Πυροσβεστών και άλλες διατάξεις ΑΘΡΟ1 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ 5 αναφερει <<Να έχουν ανάστημα χωρίς υποδήματα οι άνδρες τουλάχιστον 1,70μ. και οι γυναίκες τουλάχιστον 1,65μ.>> Στους υποψηφιους του διαγωνισμου πενταετων πυροσβεστων που προερχονται απο εποχικους πυροσβεστες δεν εγινε καμια υψομετριση παραβιαζοντας το προεδρικο διαταγμα 19/2006 και την αποφαση του συμβουλιου της
επικρατειας 2096/2000.
Το συμβουλιο της επικρατειας ειναι το ανωτατο ιεραρχικα διοικητικο δικαστηριο της χωρας.Οι αποφασεις του ειναι αμετακλητες και ειναι υποχρεωτικες για το δημοσιο αθρο 87 του συνταγματος.Η αποφαση του ΣΤΕ 19/2006 αναφερει οτι ειναι νομιμη η υψομετριση για τους υποψηφιους καθε διαγωνισμου στο πυροσβεστικο σωμα και παρανομη η μη υψομετριση.Η αποφαση του ΣΤΕ <<Αρχή ισότητας - αποκλίσεις υπέρ των γυναικών - αρχή αξιοκρατίας [άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 116 παρ. 2 Συντ.].
Ο δικαστικός έλεγχος της εφαρμογής της αρχής της ισότητας αποβλέπει στη διασφάλιση του κράτους δικαίου και στην επί ίσοις όροις ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός. Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει η πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους.
1. Με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 παρ. 1- 3 και 3 παρ. 1 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ θεσπίζεται η αρχή της ισότητας των δύο φύλων και κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα. Δεν αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περιπτ. δ΄ του π.δ. 170/1996, με τις οποίες θεσπίζεται ελάχιστο όριο αναστήματος των ανδρών υποψηφίων δοκίμων πυροσβεστών, εφόσον το όριο αυτό είναι πρόσφορο για την αποτελεσματικότερη αποστολή του πυροσβεστικού προσωπικού. Δεκτή η έφεση, και η εκδικασθείσα αίτηση ακυρώσεως.
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ' αριθμ. 2242/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της υπ' αριθμ. 9210 Φ.Α. 10271/13-3-1997 αποφάσεως του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία ο εκκαλών απεβλήθη από το Τμήμα Δοκίμων Πυροσβεστών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας με την αιτιολογία ότι μετά από σχετικό επανέλεγχο διαπιστώθηκε ότι εστερείτο του κατ' άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του Π.Δ. 170/1996 προσόντος του αναστήματος για την κατάταξή του στο Πυροσβεστικό Σώμα.
3. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 1481/1984 "Οργανισμός του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης" (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 1590/1986 (Α΄ 49), ορίζεται ότι: "Με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης μπορεί, και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων, α)... στ) να ρυθμίζονται θέματα άσκησης αρμοδιότητας ... προσόντων, διαδικασίας επιλογής και κάθε άλλο θέμα σχετιεκόε με την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνομικού προσωπικού η) να μεταβάλλονται τα τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα για την πρόσληψη αστυνομικού προσωπικού ή την εισαγωγή του σε αστυνομικές σχολές, θ. "Περαιτέρω στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου 1 του Ν. 1590/1986 ορίζεται ότι: "Το Πυροσβεστικό Σώμα και το Πυροσβεστικό προσωπικό του διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν πριν την εφαρμογή του Ν. 1481/1984. Οι εξουσιοδοτήσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά και για τα θέματα του Πυροσβεστικού Σώματος και του Πυροσβεστικού προσωπικού του". Με βάση τις εξουσιοδοτικές αυτές διατάξεις εκδόθηκε το Π.Δ. 170/1996 "Κανονισμός κατάταξης δοκίμων Πυροσβεστών και μεταθέσεων του πυροσβεστικού προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος" (Α΄ 131), στην παρ. 1 του άρθρου 1 του οποίου ορίζεται ότι: "Οι υποψήφιοι που επιθυμούν να καταταγούν στο Πυροσβεστικό Σώμα ως Δόκιμοι Πυροσβέστες πρέπει να έχουν τα εξής προσόντα και προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συμμετοχής στο διαγωνισμό και κατά το διορισμό τους, εκτός του ορίου ηλικίας που πρέπει να έχει ο υποψήφιος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. α... δ. Ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ. οι άνδρες και 1,60 μ. οι γυναίκες χωρίς υποδήματα, στηθική περίμετρο οι άνδρες 0,85 μ. ε. Να έχουν σωματική ικανότητα, σύμφωνα με τα ισχύοντα για κατάταξη σε σχολές του στρατού ξηράς. στ. "Εξάλλου, στην παρ. 10 του άρθρου 7 του ίδιου π.δ/τος ορίζεται ότι: "Δόκιμοι Πυροσβέστες οι οποίοι εισήλθαν στην Πυροσβεστική Ακαδημία με ψευδή ή ανακριβή δικαιολογητικά, εκτός από τις τυχόν ποινικές ευθύνες που έχουν, αποβάλλονται οποτεδήποτε από αυτήν, με απόφαση του Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού Πυροσβεστικής Ακαδημίας. Επίσης οι Δόκιμοι Πυροσβέστες κατά την διάρκεια της φοίτησής τους στην Πυροσβεστική Ακαδημία αποβάλλονται οποτεδήποτε από αυτήν, με απόφαση του Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος και σύμφωνα με σχετικές διατάξεις του Κανονισμού αυτής, αν απολέσουν κάποιο από τα προς κατάταξη προσόντα, εκτός του ορίου ηλικίας ή διαπιστωθεί έλλειψη αυτού ή για πειθαρχικούς λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Πυροσβεστικής Ακαδημίας".
3. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται κατ' αρχάς ότι, αντίθετα απ' ό,τι έκρινε το διοικητικό εφετείο, η αποβολή του εκκαλούντος από το Πυροσβεστικό Σώμα βάσει της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 10 του Π.Δ. 170/1996, με την οποία προβλέπεται ότι οι δόκιμοι πυροσβέστες αποβάλλονται από την Πυροσβεστική Ακαδημία με απόφαση του Αρχηγού του Σώματος αν, μεταξύ άλλων, διαπιστωθεί έλλειψη κάποιου από τα προς κατάταξη προσόντα, αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και ορίζεται, ειδικότερα, ότι οι κατέχοντες οργανικές θέσεις δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορούν να παυθούν χωρίς προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. Ο λόγος αυτός εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, επομένως, ορθώς, αν και με διαφορετική αιτιολογία, απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ο σχετικός λόγος ακυρώσεως του εκκαλούντος. Τούτο δε γιατί, ανεξαρτήτως το αν οι δόκιμοι πυροσβέστες απολαύουν μονιμότητας, πάντως η πιο πάνω συνταγματική διάταξη έχει εφαρμογή επί απολύσεως τακτικών διοικητικών υπαλλήλων για λόγους που προϋποθέτουν ουσιαστική κρίση ή εκτίμηση, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει επί αποβολής δοκίμου πυροσβέστη από το Πυροσβεστικό Σώμα λόγω διαπιστώσεως ελλείψεως νόμιμου προσόντος για την κατάταξή του στο Σώμα, περίπτωση η οποία αντιστοιχεί με την προβλεπόμενη στον Υπαλληλικό Κώδικα (βλ. άρθρο 56 Π.Δ. 611/1977 και, ήδη, άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 2683/1999) ανάκληση παράνομου διορισμού δημοσίου υπαλλήλου, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως (πρβλ. ΣτΕ 2484/1976, 270/1995).
4. Επειδή, κατά την έννοια των πιο πάνω εξουσιοδοτικών διατάξεων του Ν. 1590/1986, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται με προεδρικά διατάγματα, μεταξύ άλλων, να μεταβάλλονται τα τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα για την πρόσληψη αστυνομικού και πυροσβεστικού προσωπικού και την εισαγωγή του στις οικίες σχολές και, γενικότερα, να ρυθμίζονται θέματα άσκησης αρμοδιότητας και προσόντων του εν λόγω προσωπικού, επιτρέπεται με τα κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών εκδιδόμενα π.δ/τα η θέσπιση και νέων προσόντων των υποψηφίων δοκίμων πυροσβεστών καθώς και ο καθορισμός των διαδικασιών και των αρμοδίων οργάνων για την αποβολή τους από το Πυροσβεστικό Σώμα, εφόσον διαπιστωθεί έλλειψη κάποιου από τα απαιτούμενα για την κατάταξή τους νόμιμα προσόντα. Ενόψει αυτών, νόμιμα απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο οι προβληθέντες από τον εκκαλούντα λόγοι ακυρώσεως σύμφωνα με τους οποίους δεν βρίσκουν έρεισμα στις προαναφερόμενες εξουσιοδοτικές διατάξεις η θέσπιση με το Π.Δ. 170/1996 του προσόντος του ύψους για την κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα και η πρόβλεψη με το ίδιο π.δ/μα της αρμοδιότητας του Αρχηγού του Σώματος να αποβάλει δόκιμο πυροσβέστη από την Πυροσβεστική Ακαδημία, αν διαπιστωθεί έλλειψη νόμιμου για την κατάταξή του προσόντος. Επομένως, οι λόγοι εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
5. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "οι έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται νομικός κανόνας, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και ειδικώτερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που αναθέτουν σ' αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις όσο και την Διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Η παραβίαση του νομικού αυτού κανόνα ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του Κράτους δικαίου και η επί ίσοις όροις ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ' αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κατ' εξουσιοδότηση νομοθετούσα διοίκηση, μπορεί βέβαια να ρυθμίζει με ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψει της υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές και στηριζόμενη σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως για την οποία εκάστοτε πρόκειται, πρέπει όμως, κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρυθμίσεως, να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν την έκδηλη και αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση (ΣτΕ 2886/1995, 5094/1996 κ.α.). Εξάλλου, η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει η πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ 3675/1996, 5094/1996 κ.α.
6. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.α 2 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται ότι "Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις" και του άρθρου 116 παρ. 2 αυτού, αλλά και με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 και της παρ. 1 του άρθρου 3 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (Ε.Ε. αριθ. Ν. 39/40 της 14-2-1976), οι οποίες είναι άμεσα εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια διέπουν δε και την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, θεσπίζεται η αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Με τις διατάξεις αυτές που αποτελούν ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετωπίσεως των δύο φύλων και θεσπίζεται η μεταξύ τους ισότητα και κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα, αφενός απαγορεύεται η δημιουργία ανίσων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι της Πολιτείας, με βάση τη διαφορά του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας είναι μεταξύ άλλων θεμιτές, εφόσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους αναγόμενους είτε στην ανάγκη μείζονος προστασίας της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας (βλ. και άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος) είτε σε καθαρώς βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της υπό ρύθμιση σχέσεως (βλ. σχετ. και ΣτΕ 2886/1995, 1846/1999 κ.α.).
7. Επειδή, ο καθορισμός με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. δ του Π.Δ. 170/1996 του 1,70 μ. ως ελάχιστου αναστήματος των (ανδρών) υποψηφίων δοκίμων πυροσβεστών, το οποίο κατά κοινή πείρα, δεν υπερβαίνει το μέσο ανάστημα, βρίσκεται εντός του πλαισίου των πιο πάνω εξουσιοδοτικών διατάξεων του Ν. 1590/1986 και σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως, είναι δε πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη θέσπιση ορισμένων σωματικών προσόντων αναγκαίων, κατά την ουσιαστική κρίση του κανονιστικού νομοθέτη, για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής του πυροσβεστικού προσωπικού. Εξάλλου, η εισαγόμενη με την πιο πάνω διάταξη διαφοροποίηση του απαιτούμενου ελάχιστου αναστήματος μεταξύ ανδρών και γυναικών υποψηφίων (1,70 μ. και 1,60 μ. αντιστοίχως) δικαιολογείται εκ του, κατά κοινή πείρα, χαμηλότερου μέσου αναστήματος των γυναικών σε σχέση με εκείνο των ανδρών, ενόψει δε αυτού θα αντέκειτο στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων η τυχόν αντίθετη κανονιστική ρύθμιση και, συγκεκριμένα, ο ορισμός του αυτού ελάχιστου αναστήματος για την κατάταξη ανδρών και γυναικών στο Πυροσβεστικό Σώμα παρά τη μεταξύ τους ως άνω βιολογική διαφορά. Κατόπιν των ανωτέρω, η πρόβλεψη του πιο πάνω ελαχίστου αναστήματος ως σωματικού προσόντος για την είσοδο στο Πυροσβεστικό Σώμα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. δ του Π.Δ. 170/1996 βρίσκεται σε αρμονία με τις σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις του Ν. 1590/1986 και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, υπό την έννοια της εισαγωγής αδικαιολογήτως άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών υποψηφίων διαφορετικού αναστήματος, ούτε τη συνταγματική αρχή της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, ενώ εξάλλου δεν προσκρούει στην εκ του συντάγματος απορρέουσα αρχή της αξιοκρατίας. Επομένως, οι λόγοι εφέσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι μη νόμιμα απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, ο εκκαλών Ι. Ζάβος διορίσθηκε στο Πυροσβεστικό Σώμα ως δόκιμος πυροσβέστης με την υπ' αριθμ. 36966 φ. 300.2/6-12-1996 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Γ΄/6-12-1996) και ορκίσθηκε στις 30-12- 1996. Με την υπ' αριθμ. 3808/φ.202.2/3-2-1997 απόφασή του ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος, αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, διάφορα δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο περί εισαγωγής στην Πυροσβεστική Ακαδημία δοκίμων πυροσβεστών που δεν είχαν το απαιτούμενο κατ' άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του Π.Δ. 170/1996 ανάστημα, συγκρότησε σε επιτροπές για τη μέτρηση του αναστήματος όλων των δοκίμων πυροσβεστών που φοιτούσαν στην Πυροσβεστική Ακαδημία. Όπως αναφέρεται στο πρακτικό της οικείας Επιτροπής, αυτή συνήλθε σε συνεδρίαση στις 4, 5, 6 και 7 Φεβρουαρίου 1997 και, αφού επανεξέτασε το ύψος όλων των δοκίμων πυροσβεστών που εκπαιδεύονται στην Πυροσβεστική Ακαδημία στην Αθήνα, διαπίστωσε ότι δεν είχαν το απαιτούμενο ανάστημα πέντε δόκιμοι πυροσβέστες, μεταξύ αυτών και ο εκκαλών, του οποίου το ύψος προσδιορίσθηκε σε 1,69 μ. Κατόπιν αυτού, ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού με την προσβληθείσα στο διοικητικό εφετείο πράξη του (υπ' αριθμ. 9210 φ. Α. 10271/13-3-1997) αποφάσισε την αποβολή του εκκαλούντος από το Τμήμα Δοκίμων Πυροσβεστών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας "διότι κατά τον επανέλεγχο του ύψους βρέθηκε να είναι 1,69 μ. αντί του νόμιμου 1,70 (και όχι 1,72 που μετρήθηκε κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης συμμετοχής του στο διαγωνισμό για κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα)". Η πράξη όμως αυτή του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος με την οποία ο εκκαλών απεβλήθη από την Πυροσβεστική Ακαδημία κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 10 του Π.Δ. 170/1996, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Τούτο δε, γιατί ενόψει της διαπιστωθείσης οριακής διαφοράς (κατά ένα εκατοστό του μέτρου) του αναστήματος του εκκαλούντος από το οριζόμενο στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του Π.Δ. 170/1996, το οποίο μάλιστα, όπως προκύπτει από την ίδια την ως άνω πράξη, είχε μόλις προ ολίγων μηνών προσδιορισθεί κατά 3 εκατοστά υψηλότερο, αλλά και του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης (βλ. σχετ. το από 23-12-1999 έγγραφο προς το Δικαστήριο του Διευθυντή της Α΄ Ορθοπεδικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών αναπληρωτή καθηγητή Κ. Στάμου), το ύψος του ανθρώπου μειώνεται από το πρωί μέχρι το βράδη (κατά την κατάκλιση) κατά 1-3 εκατοστά, έπρεπε να προκύπτει σαφώς από το πιο πάνω πρακτικό της επιτροπής επανεξέτασης του ύψους των δοκίμων πυροσβεστών ότι το ανάστημα του εκκαλούντος μετρήθηκε επανειλημμένα και επαληθεύθηκε ότι ανερχόταν πράγματι σε 1,69 μ. και, περαιτέρω, ότι οι σχετικές μετρήσεις δεν έλαβαν χώρα σε ώρες της ημέρας κατά τις οποίες το ύψος του ανθρώπου, κατά τα προεκτεθέντα, υφίσταται μείωση. Επομένως, η κρίση της εκκαλούμενης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η πράξη αποβολής του εκκαλούντος από την Πυροσβεστική Ακαδημία είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεν είναι νόμιμη, για το λόγο δε αυτό, βάσιμα προβαλλόμενο με την κρινόμενη έφεση, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση.
9. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο προχωρεί, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), στην εξέταση της αιτήσεως ακυρώσεως και κρίνει ότι αυτή πρέπει, για τον πιο πάνω λόγο, να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου να διαπιστωθεί αιτιολογημένα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ανάστημα του εκκαλούντος.
πηγη bloko.gr