Με αφορμή τα ακατανόητα έως εγκληματικά πεπραγμένα των ΕΛ.ΠΕ στη φωτιά που στοίχισε τον σοβαρό τραυματισμό 6 εργατών στη διάρκεια ατυχήματος, ο αντιστράτηγος ε.α. της Πυροσβεστικής Ανδριανός Γκουρμπάτσης. εκθέτει και παραθέτει με επιστολή του στο bloko.gr τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν εξαιτίας αυτής καθαυτής της επικοινωνιακής και
διαχείρισης επικίνδυνου περιστατικού από την πετρελαιοβιομηχανία και μάλιστα μετά την απόφαση για εξοβελισμό από την έρευνα- διάσωση και κατάσβεση της Πυροσβεστιής και του ΕΚΑΒ.
1.-ΙΣΤΟΡΙΚΟ.
Μόλις πριν λίγες μέρες (8/5/2015) συνέβη ένα περιστατικό πυρκαγιάς στο πλαίσιο προγραμματισμένων εργασιών από συνεργείο στα Ελληνικά Διυλιστήρια (ΕΛ.ΠΕ) στον Ασπρόπυργο, όπου σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές, απαγορεύτηκε αρχικά από την εταιρία η επέμβαση των πρώτων πυροσβεστικών δυνάμεων, που αφίχθησαν στον τόπο του συμβάντος, δεδομένου, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωσή της, το περιστατικό αυτό <<...αντιμετωπίστηκε από τις υπηρεσίες πυρόσβεσης του διυλιστηρίου...>>. Η Πυροσβεστική δε ακολούθως δέχτηκε την απαγόρευση αυτή κρατώντας παθητική στάση, αφού δεν προέβη, ωςόφειλε, στις νόμιμες ενέργειες. Με αφορμή λοιπόν το εν λόγω περιστατικό, παραθέτω ευθύς αμέσως την νομική άποψή μου.
2.- ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.
Το ΠΣ, ως Δημόσια Υπηρεσία του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 3511/2006, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 63 Ν. 4249/2014, έχει αρμοδιότητα που εκτείνεται σε όλη την επικράτεια, εκτός από χώρους στους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα άλλων Υπηρεσιών.
Ειδικότερα: <<...έχει ως αποστολή...
α) Την ασφάλεια και προστασία της ζωής και περιουσίας των πολιτών και του κράτους, του φυσικού περιβάλλοντος και ιδίως του αστικού πλούτου της χώρας από τους κινδύνους των πυρκαγιών...
β) Την ευθύνη και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της καταστολής των πυρκαγιών και την παροχή συνδρομής για τη διάσωση των ατόμων και υλικών αγαθώς, που απειλούνται από αυτές. Ως ''επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής'' νοείται η οργάνωση, η διαχείριση και ο συντονισμός όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων πυρόσβεσης και διάσωσης του εξοπλισμού και των άλλων μέσων...περιλαμβάνει ενέργειες, που εξασφαλίζουν τον έγκαιρο εντοπισμό, αναγγελία και επέμβαση, ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών και των κινδύνων, που απορρέουν από αυτές...>>.
Περαιτέρω, και σύμφωνα με το άρθρο 2 περίπτωση (θ) του προαναφερόμενου Ν.3511/2006, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, το ΠΣ είναι αρμόδιο <<...να επιβάλει πρόστιμα ή άλλες διοικητικές ποινές, σε όσους επιβαρύνουν την Υπηρεσία με την ειδοποίηση και επέμβαση των Υπηρεσιών του σε περιστατικά που οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή μη τήρηση των σχετικών διατάξεων ασφαλείας, ιδίως για ζητήματα πυροπροστασίας...καθώς και σε όσους για οποιονδήποτε λόγο παρακωλύουν ή δυσχεραίνουν αναίτια το πυροσβεστικό έργο...>>. Περαιτέρω στο άρθρο 41 του ΠΔ 8/1991, που έχει κωδικοποιηθεί, ως άρθρο 44, στον ΚΕΥΠΣ (ΠΔ 210/1992, όπως ισχύει σήμερα) ''Καθήκοντα διευθύνοντος το κατασβεστικό έργο'' και πιο συγκεκριμένα στην παρ. 1 αυτού ορίζεται, ότι ο επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων έχει την ευθύνη της διεύθυνσης και συντονισμού του κατασβεστικού έργου, ενώ στην παρ. 7 του ίδιου ως άνω άρθρου, ορίζεται, ότι απαγορεύεται σε κάθε ξένο προς την Υπηρεσία παράγοντα να παρέμβει στο έργο των πυροσβεστών.
Εξάλλου το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΓ΄ του Π.Κ και ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση που ενδιαφέρει, τα εγκλήματα εμπρησμού (άρθρα 264, 265, 266 και 267), για τα οποία υπάρχει αρμοδιότητα των βαθμοφόρων του ΠΣ για τη διενέργεια προανάκρισης (άρθρο 243 ΚΠΔ), είναι η ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου (βλ. Εμπρησμός στο Ισχύον Δίκαιο, Εκδ. Α. Σάκκουλα, έκδοση Β΄(2001), σελ. 32-34, Ανδρ. Γκουρμπάτση, και άρθρο 2 Ν. 3511/2006, όπως ισχύει).
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος ''Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο''. Ως κατοικία << θεωρείται κάθε τόπος στεγασμένος ή μη, αλλά όχι προσιτά ελεύθερος σ΄ όλους, στον οποίο διαβιεί κάποιος, έστω και πρόσκαιρα κι αν ακόμα δεν είναι νόμιμος κάτοχος, μόνος ή μαζί με άλλους π.χ η οικία, περίκλειστος χώρος, το αυτοκίνητο κλπ>> (βλ. Η προανάκριση στο έγκλημα του εμπρησμού, έκδοση Γ΄(2002), σελ. 169-173, Ανδρ. Γκουρμπάτση). Η είσοδος λοιπόν των πυροσβεστικών δυνάμεων σε κατοικία, κατά την ως άνω έννοια, για την επέμβαση και αντιμετώπιση των πυρκαγιών σε κάποιο χώρο (ιδιωτικό αλλά και κλειστό δημόσιο), δεν έχει την έννοια της έρευνας, ως ανακριτικής πράξης (άρθρο 253 επ. ΚΠΔ), αλλά αποτελεί υλική ενέργεια που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία για το ΠΣ κι έτσι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του οικιακού ασύλου. Ο δικαιούχος του συγκεκριμένου χώρου οφείλει να ανεχθεί την είσοδο για τους ανωτέρω σκοπούς, διαφορετικά υπέχει ποινική ευθύνη για απείθεια ή και αντίσταση (βλ. Γνωμ. Εισαγ. Α.Π 10/1992). Αν παραβιαστεί η είσοδος πχ οικίας, γιατί αρνείται ή απουσιάζει ο ένοικος, αίρεται ο κατ΄ αρχήν άδικος χαρακτήρας της πράξης αυτής (φθορά ξένης ιδιοκτησίας), σύμφωνα με το άρθρο 25 ΠΚ ''Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο'' γιατί <<... έγινε για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτα με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία....ή κάποιου
άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε...>>.
Τέλος, η υποχρέωση αναγγελίας στην αρμόδια αρχή (Πυροσβεστική) πυρκαγιάς που εκδηλώνεται πχ σε μια επιχείρηση, σύμφωνα με την υπ΄ αριθ. 14/2014 Πυροσβεστική Διάταξη, αλλά και από άλλες διατάξεις της νομοθεσίας πυροπροστασίας, προβλέπεται για τον Αρχηγό των ομάδων πυροπροστασίας, ο οποίος φέρει την ευθύνη σήμανσης συναγερμού και μέχρι την άφιξη της ΠΥ στο περιστατικό προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες, όπως διάσωσης κινδυνευόντων ατόμων από την πυρκαγιά, περιορισμό και εξάλειψη του κινδύνου, καταστολή της πυρκαγιάς και με την άφιξή της ενημερώνει τον επικεφαλής και θέτει την ομάδα πυροπροστασίας στις εντολές του.
Επιπρόσθετα η εν λόγω υποχρέωση προκύπτει και από ρητό όρο στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση που καλύπτει το κίνδυνο πυρκαγιάς.
Συνεπώς, το Πυροσβεστικό Σώμα, ως δημόσια πολιτική (διοικητική) αρχή του κράτους και στο πλαίσιο της χαρακτηριστικής τυπικής δράσης της, που είναι κυρίως η κυριαρχική διοίκηση που ασκεί, αλλά και η συναλλακτική διοίκηση, περιλαμβάνει καθημερινά μια σειρά από διάφορες δραστηριότητες. Η δράση των Υπηρεσιών του ΠΣ πραγματοποιείται με νομικές πράξεις (διοικητικές πράξεις και διοικητικές συμβάσεις), αλλά και υλικές ενέργειες. Οι υλικές ενέργειες, που ενδιαφέρουν για παράδειγμα την προκειμένη περίπτωση, είναι αυτές που αφορούν και έχουν σχέση με το επιχειρησιακό έργο και πιο συγκεκριμένα είναι η διαχείριση των πυρκαγιών, και η διάσωση ατόμων που κινδυνεύουν από αυτές κ.α.
3.- ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ.
Οι έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου, όπως είναι αυτές που αναφέρονται αναλυτικά παραπάνω στο νομικό πλαίσιο και έχουν σχέση με το αντικείμενο του θέματος, αποτελούνται από ένα πλέγμα αρμοδιοτήτων αφενός, και δημοσίων δικαιωμάτων και δημοσίων υποχρεώσεων αφετέρου. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει (δημόσια) υποχρέωση του κράτους να παρέχει, δια της Πυροσβεστικής, ασφάλεια στους πολίτες από τον κίνδυνο των πυρκαγιών και όταν είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αυτός, να επέμβει για την γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Και για αυτό υπάρχει επιταγή του νόμου προς την Πυροσβεστική, με την οποία καθορίζεται ο τρόπος και η κατεύθυνση της άσκησης δημόσιας εξουσίας στην διαχείριση των πυρκαγιών. Ο ιδιώτης από την άλλη, όταν εκδηλώνεται με υπαιτιότητά του μια πυρκαγιά, όπως έχει (δημόσιο) δικαίωμα να απαιτήσει από την Πυροσβεστική συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή να επέμβει στο συγκεκριμένο κάθε φορά περιστατικό πυρκαγιάς, έτσι παράλληλα έχει, αφενός μεν υποχρέωση να αναγγέλλει στην Πυροσβεστική την εκδήλωση πυρκαγιάς και αφετέρου, υποχρέωση να υπακούσει στους προαναφερόμενους σχετικούς κανόνες, που προβλέπουν την εν λόγω εκ του νόμου προβλεπόμενη σχετική εξουσία και μάλιστα να ανεχτεί αυτήν, δηλαδή να ανεχτεί την επέμβασή των πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση περιστατικού πυρκαγιάς.
Μάλιστα ο ποινικός νομοθέτης, προκειμένου να προτρέψει τους πολίτες να αναγγέλλουν άμεσα στην αρμόδια αρχή για περιστατικό πυρκαγιάς δηλαδή την Πυροσβεστική, προέβλεψε με το άρθρο 267 ΠΚ, την απαλλαγή ποινής, <<...αν με την ελεύθερη θέλησή του καταστείλει ο ίδιος την πυρκαγιά ή με γρήγορη αναγγελία του προς την αρχή δώσει αφορμή για την καταστολή της>>.
Η διαχείριση μιας πυρκαγιάς, ως σύνθετη υλική ενέργεια της Πυροσβεστικής, αποτελείται, κατά την νομική θεώρηση, από ένα σύνολο επιμέρους υλικών ενεργειών, εκ των οποίων άλλες αφορούν το στάδιο πριν την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και άλλες, κατά την αντιμετώπισή της στον τόπο του συμβάντος. Στο 1 ο στάδιο, δηλαδή πριν την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς περιλαμβάνεται: α) η φάση της ενημέρωσης της Πυροσβεστικής για το περιστατικό και β) η φάση της κινητοποίησης της Πυροσβεστικής με τις απαραίτητες δυνάμεις, σε μέσα και προσωπικό. Στο 2 ο στάδιο , κατά το οποίο οι δυνάμεις έχουν φτάσει στον τόπο του συμβάντος, περιλαμβάνονται οι εξής φάσεις: α) η επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων και β) η αντιμετώπισης της πυρκαγιάς. Οι φάσεις στο 1ο στάδιο, δεν είναι τόσο σημαντικές, από νομική θεώρηση. Και τούτο γιατί, μπορεί ν΄ αντιμετωπιστεί από ιδιώτες η πυρκαγιά με ίδια μέσα πριν την άφιξη της Πυροσβεστικής στο τόπο του συμβάντος, οπότε ακυρώνεται πολλές φορές καθ΄ οδόν η αποστολή. Στην περίπτωση αυτή οι πυροσβεστικές δυνάμεις επιστρέφουν στην Υπηρεσία, μόλις ενημερωθούν από το επιχειρησιακό κέντρο για την καταστολή της.
Το πιο σημαντικό από νομική άποψη είναι το 2ο στάδιο. Στο στάδιο αυτό από τη στιγμή που φτάνει στον τόπο του περιστατικού η Πυροσβεστική, κανείς δεν μπορεί, κατά τον νόμο, να απαγορεύσει ή παρεμποδίσει τις δυνάμεις να επέμβουν και αντιμετωπίσουν το περιστατικό. Η επέμβαση για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών γίνεται για την κατάσβεσή της και δι΄ αυτής την αποτροπή κινδύνου επέκτασης και αποφυγής δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπό ή και σε κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα. Από τον χρόνο άφιξης της λοιπόν στο συμβάν, έχει την ευθύνη και αναλαμβάνει τον επιχειρησιακό
σχεδιασμό της καταστολής της και την παροχή συνδρομής για τη διάσωση των ατόμων και υλικών αγαθών που ενδεχομένως απειλούνται ή κινδυνεύουν από την πυρκαγιά (άρθρο 1 Ν. 3511/2006, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του Ν. 4249/2014). Ο κύριος κάθε πράγματος, μπορεί να καταστρέψει αυτό, πέραν άλλων τρόπων και με τη χρήση φωτιάς, αρκεί από την πυρκαγιά που θα προκληθεί, για παράδειγμα σε ένα αστικό περιβάλλον, να μην μπορεί να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου ή κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Γιατί στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετείται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος του εμπρησμού, με πρόθεση ή από αμέλεια (άρθρο 264 και 266 παρ. 1 ΠΚ), ανάλογα τη μορφή υπαιτιότητας.
Αν η ανωτέρω πυρκαγιά εκδηλωθεί σε δασικό περιβάλλον ή βρίσκεται μεν σε αστικό περιβάλλον, αλλά επεκτάθηκε σε δάσος η δασική έκταση, στοιχειοθετείται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος του εμπρησμού σε δάσος, από αμέλεια ή με πρόθεση (άρθρο 265 και 266 παρ. 2 ΠΚ), ανάλογα με τη μορφή υπαιτιότητας. Όταν η αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία λάβει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, όπως για
παράδειγμα με τηλεφωνική κλήση ιδιώτη, ενημέρωση από άλλη ΠΥ ή άλλη Αρχή π.χ την Αστυνομία ή ενημέρωση από τα ΜΜΕ, ή με ιδία αντίληψη των οργάνων της π.χ αντιληπτή από περιπολικό όχημά της, για την εκδήλωση μιας οποιασδήποτε πυρκαγιάς, έχει υποχρέωση να κινητοποιηθεί άμεσα με τις απαραίτητες δυνάμεις σε προσωπικό και μέσα και να επέμβει για την όσο πιο γρήγορη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της.
Από τη στιγμή άφιξης της Πυροσβεστικής στον τόπο του συμβάντος, κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να παρεμποδίσει, είτε την είσοδο στο χώρο εκδήλωσής της με σκοπό την επέμβαση και αντιμετώπισή της, αν πρόκειται για ιδιωτικό χώρο, όπως κατοικία, επιχείρηση κ.α ή την επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων στο φλεγόμενο πράγμα, πχ ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, για
την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, ανεξάρτητα αν αυτός είναι ο κύριος, κάτοχος, νομέας ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκμεταλλευόμενος τον χώρο, ή πράγμα κλπ ή και τρίτος που έχει έννομο συμφέρον ή άλλον λόγο. Εξαίρεση αποτελούν οι χώροι που χαρακτηρίζονται από τον νόμο, ως ''απαραβίαστοι'', όπως το Ακαδημαϊκό (πανεπιστημιακό) άσυλο, ή από διεθνή σύμβαση, όπως ο χώρος των πρεσβειών ξένων κρατών στη χώρα μας, στους οποίους επιτρέπεται η είσοδος μετά από την άδεια του αρμοδίου για κάθε περίπτωση οργάνου και με τις προϋποθέσεις και όρους, που τάσσονται από τον νόμο. Στις περιπτώσεις λοιπόν που δεν τίθεται θέμα απαραβίαστου του συγκεκριμένου χώρου, η άρνηση από οποιοδήποτε όργανο ή άτομο (απαγόρευση) εισόδου ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμπόδισης των πυροσβεστικών δυνάμεων, που αφίχθησαν στον τόπο του συμβάντος, να αντιμετωπίσουν το περιστατικό, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι κίνδυνος ατόμου από αυτήν, ή αν στον χώρο πυρκαγιάς υπάρχει οργανωμένη ομάδα πυρασφάλειας μιας επιχείρησης ή μέσα και εξοπλισμός, όπως στα ΕΛ.ΠΕ, είναι συμπεριφορά παράνομη και πιο συγκεκριμένα συνιστά το αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα της απείθειας (άρθρο 169 ΠΚ: <<...όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 , παρ. α΄, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια>>), ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις και της αντίστασης (άρθρο 167 ΠΚ), όπως για παράδειγμα να επιχειρηθεί από τον επικεφαλής αξιωματικό του ΠΣ η άνοιξη της μπάρας στην πύλη βιομηχανικής επιχείρησης για να εισέλθουν τα πυροσβεστικά οχήματα και η άσκηση βίας του φύλακα, χωρίς να αποκλείεται η τέλεση και άλλων αδικημάτων.
Ωστόσο προβλέπεται, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ισχύουσα για το ΠΣ νομοθεσία, ακόμη και για αυτούς που, ναι μεν δεν απαγορεύουν στις πυροσβεστικές δυνάμεις την είσοδο τον χώρο, αλλά
παρακωλύουν ή δυσχεραίνουν αυτές στο έργο τους, η επιβολή προστίμου ή άλλων διοικητικών ποινών. Έτσι λοιπόν πρέπει να αιτείται άμεσα η συνδρομή της Αστυνομίας (γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι), για να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία. Ωστόσο, αν απαγορευτεί ή παρεμποδιστεί στις πυροσβεστικές δυνάμεις η είσοδος σε χώρο, που έχει εκδηλωθεί πυρκαγιά, ανεξάρτητα της έκτασής της, και ο οποίος δεν εμπίπτει στους απαραβίαστους, κατά νόμον, χώρους, και ο επικεφαλής αυτών τηρήσει παθητική στάση και δεν προβεί στις ως άνω νόμιμες ενέργειες, δηλαδή να ζητήσει τη συνδρομή της Αστυνομίας για να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία στους υπαίτιους για απείθεια ή και αντίσταση, τελεί τουλάχιστον το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), αν δεν αποδειχθεί η διάπραξη και άλλου αδικήματος.
4.- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.
Κατόπιν των ανωτέρω, από νομική θεώρηση, η διαχείριση γενικά των πυρκαγιών και ειδικότερα η επέμβαση και αντιμετώπιση τους από τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες του ΠΣ, ως αποκλειστική αρμόδια (κρατική) αρχή, είναι ένα σύνολο υλικών ενεργειών, που προβλέπονται από την κείμενη για το Σώμα νομοθεσία. Οι συγκεκριμένοι δε κανόνες είναι δημοσίου δικαίου και μάλιστα κανόνες αναγκαστικού δικαίου (δημόσιας τάξης), αφού έχουν τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στο γεγονός, ότι αποβλέπουν στην προστασία του κοινωνικού συνόλου από τον κίνδυνο των πυρκαγιών. Οι κανόνες αυτοί, ως κανόνες δημοσίου δικαίου δημιουργούν δημόσια δικαιώματα, αλλά και δημόσιες υποχρεώσεις. Συνεπώς από τις εν λόγω διατάξεις παρέχεται στα πυροσβεστικά όργανα των Υπηρεσιών του ΠΣ, στο πλαίσιο της
δράσης τους, το δικαίωμα άσκησης δημόσιας εξουσίας κατά την διαχείριση των πυρκαγιών, όπως για παράδειγμα επεμβαίνουν για την αντιμετώπισή τους χωρίς να απαιτείται η βούληση ή έγκριση κανενός ιδιώτη, για τις όποιες επιχειρησιακές ενέργειες προβούν, με την επιφύλαξη πάντα των χώρων που προβλέπεται το απαραβίαστο. Άλλο ζήτημα βέβαια είναι το γεγονός, ότι από τις συγκεκριμένες υλικές ενέργειές τους μπορεί να τεθεί κάποια στιγμή, αν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις του νόμου, θέμα για αστική ευθύνη του κράτους (άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ).
Εξάλλου, απέναντι στο δημόσιο δικαίωμα κάθε ιδιώτη να απαιτήσει από την αρμόδια αρχή – την Πυροσβεστική – να επέμβει σε περιστατικό πυρκαγιάς, που λαμβάνει γνώση και το αναγγέλλει σε αυτήν, υπάρχει η δημόσια υποχρέωση του ιδιώτη να δεχθεί και ανεχθεί την επέμβαση της Πυροσβεστικής. Έτσι λοιπόν η αντιμετώπιση των πυρκαγιών δεν συναρτάται από τη βούληση, ούτε των παθόντων από αυτές ή άλλων τρίτων προσώπων και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται σε κανέναν τρίτο να απαγορεύσει την επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση τους. Από την άλλη βέβαια πλευρά, σε ότι αφορά την Πυροσβεστική, δεν επιτρέπεται σε κανένα αρμόδιο πυροσβεστικό όργανο να εκχωρεί (εκούσια ή ακούσια) τις ανωτέρω αρμοδιότητες σε τρίτον ή να ανέχεται ή να δέχεται την υποκατάσταση των σχετικών αρμοδιοτήτων από οποιονδήποτε άλλον, όπως για παράδειγμα με την απαγόρευση εισόδου σε ιδιωτικό χώρο για αντιμετώπιση πυρκαγιάς, γιατί συνιστά άδικη πράξη και συγκεκριμένα παράβαση καθήκοντος
(άρθρο 259 ΠΚ).
Αθήνα, Μάιος 2015
Ανδριανός Γκουρμπάτσης
Αντιστράτηγος – Υπαρχηγός ΠΣ, ε.α, Νομικός
ΠΗΓΗ bloko.gr
διαχείρισης επικίνδυνου περιστατικού από την πετρελαιοβιομηχανία και μάλιστα μετά την απόφαση για εξοβελισμό από την έρευνα- διάσωση και κατάσβεση της Πυροσβεστιής και του ΕΚΑΒ.
1.-ΙΣΤΟΡΙΚΟ.
Μόλις πριν λίγες μέρες (8/5/2015) συνέβη ένα περιστατικό πυρκαγιάς στο πλαίσιο προγραμματισμένων εργασιών από συνεργείο στα Ελληνικά Διυλιστήρια (ΕΛ.ΠΕ) στον Ασπρόπυργο, όπου σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές, απαγορεύτηκε αρχικά από την εταιρία η επέμβαση των πρώτων πυροσβεστικών δυνάμεων, που αφίχθησαν στον τόπο του συμβάντος, δεδομένου, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωσή της, το περιστατικό αυτό <<...αντιμετωπίστηκε από τις υπηρεσίες πυρόσβεσης του διυλιστηρίου...>>. Η Πυροσβεστική δε ακολούθως δέχτηκε την απαγόρευση αυτή κρατώντας παθητική στάση, αφού δεν προέβη, ωςόφειλε, στις νόμιμες ενέργειες. Με αφορμή λοιπόν το εν λόγω περιστατικό, παραθέτω ευθύς αμέσως την νομική άποψή μου.
2.- ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.
Το ΠΣ, ως Δημόσια Υπηρεσία του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 3511/2006, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 63 Ν. 4249/2014, έχει αρμοδιότητα που εκτείνεται σε όλη την επικράτεια, εκτός από χώρους στους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα άλλων Υπηρεσιών.
Ειδικότερα: <<...έχει ως αποστολή...
α) Την ασφάλεια και προστασία της ζωής και περιουσίας των πολιτών και του κράτους, του φυσικού περιβάλλοντος και ιδίως του αστικού πλούτου της χώρας από τους κινδύνους των πυρκαγιών...
β) Την ευθύνη και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της καταστολής των πυρκαγιών και την παροχή συνδρομής για τη διάσωση των ατόμων και υλικών αγαθώς, που απειλούνται από αυτές. Ως ''επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής'' νοείται η οργάνωση, η διαχείριση και ο συντονισμός όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων πυρόσβεσης και διάσωσης του εξοπλισμού και των άλλων μέσων...περιλαμβάνει ενέργειες, που εξασφαλίζουν τον έγκαιρο εντοπισμό, αναγγελία και επέμβαση, ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών και των κινδύνων, που απορρέουν από αυτές...>>.
Περαιτέρω, και σύμφωνα με το άρθρο 2 περίπτωση (θ) του προαναφερόμενου Ν.3511/2006, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, το ΠΣ είναι αρμόδιο <<...να επιβάλει πρόστιμα ή άλλες διοικητικές ποινές, σε όσους επιβαρύνουν την Υπηρεσία με την ειδοποίηση και επέμβαση των Υπηρεσιών του σε περιστατικά που οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή μη τήρηση των σχετικών διατάξεων ασφαλείας, ιδίως για ζητήματα πυροπροστασίας...καθώς και σε όσους για οποιονδήποτε λόγο παρακωλύουν ή δυσχεραίνουν αναίτια το πυροσβεστικό έργο...>>. Περαιτέρω στο άρθρο 41 του ΠΔ 8/1991, που έχει κωδικοποιηθεί, ως άρθρο 44, στον ΚΕΥΠΣ (ΠΔ 210/1992, όπως ισχύει σήμερα) ''Καθήκοντα διευθύνοντος το κατασβεστικό έργο'' και πιο συγκεκριμένα στην παρ. 1 αυτού ορίζεται, ότι ο επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων έχει την ευθύνη της διεύθυνσης και συντονισμού του κατασβεστικού έργου, ενώ στην παρ. 7 του ίδιου ως άνω άρθρου, ορίζεται, ότι απαγορεύεται σε κάθε ξένο προς την Υπηρεσία παράγοντα να παρέμβει στο έργο των πυροσβεστών.
Εξάλλου το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΓ΄ του Π.Κ και ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση που ενδιαφέρει, τα εγκλήματα εμπρησμού (άρθρα 264, 265, 266 και 267), για τα οποία υπάρχει αρμοδιότητα των βαθμοφόρων του ΠΣ για τη διενέργεια προανάκρισης (άρθρο 243 ΚΠΔ), είναι η ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου (βλ. Εμπρησμός στο Ισχύον Δίκαιο, Εκδ. Α. Σάκκουλα, έκδοση Β΄(2001), σελ. 32-34, Ανδρ. Γκουρμπάτση, και άρθρο 2 Ν. 3511/2006, όπως ισχύει).
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος ''Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο''. Ως κατοικία << θεωρείται κάθε τόπος στεγασμένος ή μη, αλλά όχι προσιτά ελεύθερος σ΄ όλους, στον οποίο διαβιεί κάποιος, έστω και πρόσκαιρα κι αν ακόμα δεν είναι νόμιμος κάτοχος, μόνος ή μαζί με άλλους π.χ η οικία, περίκλειστος χώρος, το αυτοκίνητο κλπ>> (βλ. Η προανάκριση στο έγκλημα του εμπρησμού, έκδοση Γ΄(2002), σελ. 169-173, Ανδρ. Γκουρμπάτση). Η είσοδος λοιπόν των πυροσβεστικών δυνάμεων σε κατοικία, κατά την ως άνω έννοια, για την επέμβαση και αντιμετώπιση των πυρκαγιών σε κάποιο χώρο (ιδιωτικό αλλά και κλειστό δημόσιο), δεν έχει την έννοια της έρευνας, ως ανακριτικής πράξης (άρθρο 253 επ. ΚΠΔ), αλλά αποτελεί υλική ενέργεια που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία για το ΠΣ κι έτσι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του οικιακού ασύλου. Ο δικαιούχος του συγκεκριμένου χώρου οφείλει να ανεχθεί την είσοδο για τους ανωτέρω σκοπούς, διαφορετικά υπέχει ποινική ευθύνη για απείθεια ή και αντίσταση (βλ. Γνωμ. Εισαγ. Α.Π 10/1992). Αν παραβιαστεί η είσοδος πχ οικίας, γιατί αρνείται ή απουσιάζει ο ένοικος, αίρεται ο κατ΄ αρχήν άδικος χαρακτήρας της πράξης αυτής (φθορά ξένης ιδιοκτησίας), σύμφωνα με το άρθρο 25 ΠΚ ''Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο'' γιατί <<... έγινε για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτα με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία....ή κάποιου
άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε...>>.
Τέλος, η υποχρέωση αναγγελίας στην αρμόδια αρχή (Πυροσβεστική) πυρκαγιάς που εκδηλώνεται πχ σε μια επιχείρηση, σύμφωνα με την υπ΄ αριθ. 14/2014 Πυροσβεστική Διάταξη, αλλά και από άλλες διατάξεις της νομοθεσίας πυροπροστασίας, προβλέπεται για τον Αρχηγό των ομάδων πυροπροστασίας, ο οποίος φέρει την ευθύνη σήμανσης συναγερμού και μέχρι την άφιξη της ΠΥ στο περιστατικό προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες, όπως διάσωσης κινδυνευόντων ατόμων από την πυρκαγιά, περιορισμό και εξάλειψη του κινδύνου, καταστολή της πυρκαγιάς και με την άφιξή της ενημερώνει τον επικεφαλής και θέτει την ομάδα πυροπροστασίας στις εντολές του.
Επιπρόσθετα η εν λόγω υποχρέωση προκύπτει και από ρητό όρο στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση που καλύπτει το κίνδυνο πυρκαγιάς.
Συνεπώς, το Πυροσβεστικό Σώμα, ως δημόσια πολιτική (διοικητική) αρχή του κράτους και στο πλαίσιο της χαρακτηριστικής τυπικής δράσης της, που είναι κυρίως η κυριαρχική διοίκηση που ασκεί, αλλά και η συναλλακτική διοίκηση, περιλαμβάνει καθημερινά μια σειρά από διάφορες δραστηριότητες. Η δράση των Υπηρεσιών του ΠΣ πραγματοποιείται με νομικές πράξεις (διοικητικές πράξεις και διοικητικές συμβάσεις), αλλά και υλικές ενέργειες. Οι υλικές ενέργειες, που ενδιαφέρουν για παράδειγμα την προκειμένη περίπτωση, είναι αυτές που αφορούν και έχουν σχέση με το επιχειρησιακό έργο και πιο συγκεκριμένα είναι η διαχείριση των πυρκαγιών, και η διάσωση ατόμων που κινδυνεύουν από αυτές κ.α.
3.- ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ.
Οι έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου, όπως είναι αυτές που αναφέρονται αναλυτικά παραπάνω στο νομικό πλαίσιο και έχουν σχέση με το αντικείμενο του θέματος, αποτελούνται από ένα πλέγμα αρμοδιοτήτων αφενός, και δημοσίων δικαιωμάτων και δημοσίων υποχρεώσεων αφετέρου. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει (δημόσια) υποχρέωση του κράτους να παρέχει, δια της Πυροσβεστικής, ασφάλεια στους πολίτες από τον κίνδυνο των πυρκαγιών και όταν είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αυτός, να επέμβει για την γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Και για αυτό υπάρχει επιταγή του νόμου προς την Πυροσβεστική, με την οποία καθορίζεται ο τρόπος και η κατεύθυνση της άσκησης δημόσιας εξουσίας στην διαχείριση των πυρκαγιών. Ο ιδιώτης από την άλλη, όταν εκδηλώνεται με υπαιτιότητά του μια πυρκαγιά, όπως έχει (δημόσιο) δικαίωμα να απαιτήσει από την Πυροσβεστική συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή να επέμβει στο συγκεκριμένο κάθε φορά περιστατικό πυρκαγιάς, έτσι παράλληλα έχει, αφενός μεν υποχρέωση να αναγγέλλει στην Πυροσβεστική την εκδήλωση πυρκαγιάς και αφετέρου, υποχρέωση να υπακούσει στους προαναφερόμενους σχετικούς κανόνες, που προβλέπουν την εν λόγω εκ του νόμου προβλεπόμενη σχετική εξουσία και μάλιστα να ανεχτεί αυτήν, δηλαδή να ανεχτεί την επέμβασή των πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση περιστατικού πυρκαγιάς.
Μάλιστα ο ποινικός νομοθέτης, προκειμένου να προτρέψει τους πολίτες να αναγγέλλουν άμεσα στην αρμόδια αρχή για περιστατικό πυρκαγιάς δηλαδή την Πυροσβεστική, προέβλεψε με το άρθρο 267 ΠΚ, την απαλλαγή ποινής, <<...αν με την ελεύθερη θέλησή του καταστείλει ο ίδιος την πυρκαγιά ή με γρήγορη αναγγελία του προς την αρχή δώσει αφορμή για την καταστολή της>>.
Η διαχείριση μιας πυρκαγιάς, ως σύνθετη υλική ενέργεια της Πυροσβεστικής, αποτελείται, κατά την νομική θεώρηση, από ένα σύνολο επιμέρους υλικών ενεργειών, εκ των οποίων άλλες αφορούν το στάδιο πριν την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και άλλες, κατά την αντιμετώπισή της στον τόπο του συμβάντος. Στο 1 ο στάδιο, δηλαδή πριν την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς περιλαμβάνεται: α) η φάση της ενημέρωσης της Πυροσβεστικής για το περιστατικό και β) η φάση της κινητοποίησης της Πυροσβεστικής με τις απαραίτητες δυνάμεις, σε μέσα και προσωπικό. Στο 2 ο στάδιο , κατά το οποίο οι δυνάμεις έχουν φτάσει στον τόπο του συμβάντος, περιλαμβάνονται οι εξής φάσεις: α) η επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων και β) η αντιμετώπισης της πυρκαγιάς. Οι φάσεις στο 1ο στάδιο, δεν είναι τόσο σημαντικές, από νομική θεώρηση. Και τούτο γιατί, μπορεί ν΄ αντιμετωπιστεί από ιδιώτες η πυρκαγιά με ίδια μέσα πριν την άφιξη της Πυροσβεστικής στο τόπο του συμβάντος, οπότε ακυρώνεται πολλές φορές καθ΄ οδόν η αποστολή. Στην περίπτωση αυτή οι πυροσβεστικές δυνάμεις επιστρέφουν στην Υπηρεσία, μόλις ενημερωθούν από το επιχειρησιακό κέντρο για την καταστολή της.
Το πιο σημαντικό από νομική άποψη είναι το 2ο στάδιο. Στο στάδιο αυτό από τη στιγμή που φτάνει στον τόπο του περιστατικού η Πυροσβεστική, κανείς δεν μπορεί, κατά τον νόμο, να απαγορεύσει ή παρεμποδίσει τις δυνάμεις να επέμβουν και αντιμετωπίσουν το περιστατικό. Η επέμβαση για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών γίνεται για την κατάσβεσή της και δι΄ αυτής την αποτροπή κινδύνου επέκτασης και αποφυγής δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπό ή και σε κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα. Από τον χρόνο άφιξης της λοιπόν στο συμβάν, έχει την ευθύνη και αναλαμβάνει τον επιχειρησιακό
σχεδιασμό της καταστολής της και την παροχή συνδρομής για τη διάσωση των ατόμων και υλικών αγαθών που ενδεχομένως απειλούνται ή κινδυνεύουν από την πυρκαγιά (άρθρο 1 Ν. 3511/2006, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του Ν. 4249/2014). Ο κύριος κάθε πράγματος, μπορεί να καταστρέψει αυτό, πέραν άλλων τρόπων και με τη χρήση φωτιάς, αρκεί από την πυρκαγιά που θα προκληθεί, για παράδειγμα σε ένα αστικό περιβάλλον, να μην μπορεί να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου ή κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Γιατί στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετείται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος του εμπρησμού, με πρόθεση ή από αμέλεια (άρθρο 264 και 266 παρ. 1 ΠΚ), ανάλογα τη μορφή υπαιτιότητας.
Αν η ανωτέρω πυρκαγιά εκδηλωθεί σε δασικό περιβάλλον ή βρίσκεται μεν σε αστικό περιβάλλον, αλλά επεκτάθηκε σε δάσος η δασική έκταση, στοιχειοθετείται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος του εμπρησμού σε δάσος, από αμέλεια ή με πρόθεση (άρθρο 265 και 266 παρ. 2 ΠΚ), ανάλογα με τη μορφή υπαιτιότητας. Όταν η αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία λάβει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, όπως για
παράδειγμα με τηλεφωνική κλήση ιδιώτη, ενημέρωση από άλλη ΠΥ ή άλλη Αρχή π.χ την Αστυνομία ή ενημέρωση από τα ΜΜΕ, ή με ιδία αντίληψη των οργάνων της π.χ αντιληπτή από περιπολικό όχημά της, για την εκδήλωση μιας οποιασδήποτε πυρκαγιάς, έχει υποχρέωση να κινητοποιηθεί άμεσα με τις απαραίτητες δυνάμεις σε προσωπικό και μέσα και να επέμβει για την όσο πιο γρήγορη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της.
Από τη στιγμή άφιξης της Πυροσβεστικής στον τόπο του συμβάντος, κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να παρεμποδίσει, είτε την είσοδο στο χώρο εκδήλωσής της με σκοπό την επέμβαση και αντιμετώπισή της, αν πρόκειται για ιδιωτικό χώρο, όπως κατοικία, επιχείρηση κ.α ή την επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων στο φλεγόμενο πράγμα, πχ ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, για
την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, ανεξάρτητα αν αυτός είναι ο κύριος, κάτοχος, νομέας ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκμεταλλευόμενος τον χώρο, ή πράγμα κλπ ή και τρίτος που έχει έννομο συμφέρον ή άλλον λόγο. Εξαίρεση αποτελούν οι χώροι που χαρακτηρίζονται από τον νόμο, ως ''απαραβίαστοι'', όπως το Ακαδημαϊκό (πανεπιστημιακό) άσυλο, ή από διεθνή σύμβαση, όπως ο χώρος των πρεσβειών ξένων κρατών στη χώρα μας, στους οποίους επιτρέπεται η είσοδος μετά από την άδεια του αρμοδίου για κάθε περίπτωση οργάνου και με τις προϋποθέσεις και όρους, που τάσσονται από τον νόμο. Στις περιπτώσεις λοιπόν που δεν τίθεται θέμα απαραβίαστου του συγκεκριμένου χώρου, η άρνηση από οποιοδήποτε όργανο ή άτομο (απαγόρευση) εισόδου ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμπόδισης των πυροσβεστικών δυνάμεων, που αφίχθησαν στον τόπο του συμβάντος, να αντιμετωπίσουν το περιστατικό, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι κίνδυνος ατόμου από αυτήν, ή αν στον χώρο πυρκαγιάς υπάρχει οργανωμένη ομάδα πυρασφάλειας μιας επιχείρησης ή μέσα και εξοπλισμός, όπως στα ΕΛ.ΠΕ, είναι συμπεριφορά παράνομη και πιο συγκεκριμένα συνιστά το αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα της απείθειας (άρθρο 169 ΠΚ: <<...όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 , παρ. α΄, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια>>), ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις και της αντίστασης (άρθρο 167 ΠΚ), όπως για παράδειγμα να επιχειρηθεί από τον επικεφαλής αξιωματικό του ΠΣ η άνοιξη της μπάρας στην πύλη βιομηχανικής επιχείρησης για να εισέλθουν τα πυροσβεστικά οχήματα και η άσκηση βίας του φύλακα, χωρίς να αποκλείεται η τέλεση και άλλων αδικημάτων.
Ωστόσο προβλέπεται, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ισχύουσα για το ΠΣ νομοθεσία, ακόμη και για αυτούς που, ναι μεν δεν απαγορεύουν στις πυροσβεστικές δυνάμεις την είσοδο τον χώρο, αλλά
παρακωλύουν ή δυσχεραίνουν αυτές στο έργο τους, η επιβολή προστίμου ή άλλων διοικητικών ποινών. Έτσι λοιπόν πρέπει να αιτείται άμεσα η συνδρομή της Αστυνομίας (γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι), για να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία. Ωστόσο, αν απαγορευτεί ή παρεμποδιστεί στις πυροσβεστικές δυνάμεις η είσοδος σε χώρο, που έχει εκδηλωθεί πυρκαγιά, ανεξάρτητα της έκτασής της, και ο οποίος δεν εμπίπτει στους απαραβίαστους, κατά νόμον, χώρους, και ο επικεφαλής αυτών τηρήσει παθητική στάση και δεν προβεί στις ως άνω νόμιμες ενέργειες, δηλαδή να ζητήσει τη συνδρομή της Αστυνομίας για να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία στους υπαίτιους για απείθεια ή και αντίσταση, τελεί τουλάχιστον το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), αν δεν αποδειχθεί η διάπραξη και άλλου αδικήματος.
4.- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.
Κατόπιν των ανωτέρω, από νομική θεώρηση, η διαχείριση γενικά των πυρκαγιών και ειδικότερα η επέμβαση και αντιμετώπιση τους από τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες του ΠΣ, ως αποκλειστική αρμόδια (κρατική) αρχή, είναι ένα σύνολο υλικών ενεργειών, που προβλέπονται από την κείμενη για το Σώμα νομοθεσία. Οι συγκεκριμένοι δε κανόνες είναι δημοσίου δικαίου και μάλιστα κανόνες αναγκαστικού δικαίου (δημόσιας τάξης), αφού έχουν τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στο γεγονός, ότι αποβλέπουν στην προστασία του κοινωνικού συνόλου από τον κίνδυνο των πυρκαγιών. Οι κανόνες αυτοί, ως κανόνες δημοσίου δικαίου δημιουργούν δημόσια δικαιώματα, αλλά και δημόσιες υποχρεώσεις. Συνεπώς από τις εν λόγω διατάξεις παρέχεται στα πυροσβεστικά όργανα των Υπηρεσιών του ΠΣ, στο πλαίσιο της
δράσης τους, το δικαίωμα άσκησης δημόσιας εξουσίας κατά την διαχείριση των πυρκαγιών, όπως για παράδειγμα επεμβαίνουν για την αντιμετώπισή τους χωρίς να απαιτείται η βούληση ή έγκριση κανενός ιδιώτη, για τις όποιες επιχειρησιακές ενέργειες προβούν, με την επιφύλαξη πάντα των χώρων που προβλέπεται το απαραβίαστο. Άλλο ζήτημα βέβαια είναι το γεγονός, ότι από τις συγκεκριμένες υλικές ενέργειές τους μπορεί να τεθεί κάποια στιγμή, αν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις του νόμου, θέμα για αστική ευθύνη του κράτους (άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ).
Εξάλλου, απέναντι στο δημόσιο δικαίωμα κάθε ιδιώτη να απαιτήσει από την αρμόδια αρχή – την Πυροσβεστική – να επέμβει σε περιστατικό πυρκαγιάς, που λαμβάνει γνώση και το αναγγέλλει σε αυτήν, υπάρχει η δημόσια υποχρέωση του ιδιώτη να δεχθεί και ανεχθεί την επέμβαση της Πυροσβεστικής. Έτσι λοιπόν η αντιμετώπιση των πυρκαγιών δεν συναρτάται από τη βούληση, ούτε των παθόντων από αυτές ή άλλων τρίτων προσώπων και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται σε κανέναν τρίτο να απαγορεύσει την επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση τους. Από την άλλη βέβαια πλευρά, σε ότι αφορά την Πυροσβεστική, δεν επιτρέπεται σε κανένα αρμόδιο πυροσβεστικό όργανο να εκχωρεί (εκούσια ή ακούσια) τις ανωτέρω αρμοδιότητες σε τρίτον ή να ανέχεται ή να δέχεται την υποκατάσταση των σχετικών αρμοδιοτήτων από οποιονδήποτε άλλον, όπως για παράδειγμα με την απαγόρευση εισόδου σε ιδιωτικό χώρο για αντιμετώπιση πυρκαγιάς, γιατί συνιστά άδικη πράξη και συγκεκριμένα παράβαση καθήκοντος
(άρθρο 259 ΠΚ).
Αθήνα, Μάιος 2015
Ανδριανός Γκουρμπάτσης
Αντιστράτηγος – Υπαρχηγός ΠΣ, ε.α, Νομικός
ΠΗΓΗ bloko.gr