0




Είναι κάποιες πληγές που δεν κλείνουν ποτέ μα και κάποιες συγγνώμες που όταν λέγονται απ’ τη ψυχή, η δύναμή τους είναι τόσο μεγάλη, που λειτουργεί θεραπευτικά για τους ανθρώπους που πιστεύουν στην αξία μιας συγγνώμης, ακόμη και ετεροχρονισμένα…

Ήταν λίγες μέρες μετά τη δημοσιοποίηση της συνέντευξης που μου είχε παραχωρήσει η Μαρία Πορφυρίου, χήρα του ενός εκ των δύο δασοπυροσβεστών που βρήκαν τραγικό θάνατο στην πυρκαγιά της Σολέας τον Ιούνιο του 2016- με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους απ’ κείνη την αποφράδα μέρα- όταν ένα email που ήρθε στον υπολογιστή, με έκανε να ανατριχιάσω σύγκορμη.

«Αγαπητή Άντρη,

Διάβασα το άρθρο σας και με έβαλε σε πολλές σκέψεις. Βασανίζομαι αρκετά από εκείνη την μέρα της πυρκαγιάς. Οι σκέψεις αυτές θα με στοιχειώνουν για όσο ζω. Αυτό που με έκανε να σας αναζητήσω ήταν η τελική παράγραφος «Η συγγνώμη που δεν άκουσα». Λυπήθηκα πολύ αυτή την γυναίκα για όσα πέρασε και για όσα ακόμα θα περάσει. Θα πρέπει να αναρωτιέστε γιατί σας τα γράφω όλα αυτά και τι σχέση έχω εγώ με το συμβάν. Θα σας τα πω όλα και θα σας εξηγήσω και τους λόγους που σας αναζήτησα εάν θελήσετε να συναντηθούμε προσωπικά για μια συζήτηση και μία πρόταση που θα σας υποβάλω και που μόνο εσείς μπορείτε να διευθετήσετε. Από εδώ θα σας πω μόνο ότι είμαι ο πατέρας του δωδεκάχρονου παιδιού που άναψε εκείνα τα καταραμένα φύλλα που προκάλεσαν την πυρκαγιά. Περιμένω την ανταπόκριση σας…»

Ξαφνικά το μυαλό μου πλημμύρισε από σκέψεις και εικόνες. Οι φλόγες που έκαιγαν τα δέντρα απειλώντας πολλά σπίτια, οι ολονύχτιες μάχες των πυροσβεστών για την κατάσβεση της πύρινης λαίλαπας, η καμένη γη, το πυροσβεστικό όχημα στον γκρεμό αλλά και ο θρήνος για το χαμό των δύο δασοπυροσβεστών εν ώρα καθήκοντος αποτελούν μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της Κύπρου που κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει. Έπειτα, θυμήθηκα τα λόγια της Μαρίας Πορφυρίου, της συζύγου του ήρωα δασοπυροσβέστη Ανδρέα Σοφοκλέους: «Ακόμα και σήμερα δεν έχουμε ιδέα ποιός έβαλε εκείνη την πυρκαγιά. Ο άνθρωπος αυτός δε θα’ πρεπε να έρθει να ζητήσει μια συγγνώμη; Δεν μπορώ εγώ να τον καταδικάσω και ούτε θέλω. Όλοι θα κριθούμε για τις πράξεις μας κάποια στιγμή. Το μόνο που εύχομαι και ελπίζω, είναι να μη βρεθούν άλλοι άνθρωποι στη δική μας θέση»...
Λόγια, που φαίνεται πως επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον άνθρωπο αυτό, του οποίου η ταυτότητα για ευνόητους λόγους δεν αναφέρεται.

Η συνάντησή μας διευθετήθηκε δύο μέρες μετά αρχίζοντας κάπως έτσι…

Θα μιλήσω για πρώτη και τελευταία φορά

«Γράφτηκαν  τόσα πολλά όλο αυτό τον καιρό. Ειδικά τις πρώτες μέρες της πυρκαγιάς διάβασα πράγματα εξωφρενικά όπως το ότι τη φωτιά την είχε βάλει ο παππούς του παιδιού και τα έριξε στον εγγονό του για να μην μπλέξει ή ότι εγώ ο πατέρας του είμαι αστυνομικός και επειδή καψάλιζα χόρτα παρανόμως προτίμησα να επιρρίψω ευθύνες στο παιδί μου για να μην υποστώ τις συνέπειες. Ειπώθηκαν τόσες αναλήθειες γι’ αυτή την τραγική ιστορία,  όμως εκείνο που αληθινά με συντάραξε ήταν η συνέντευξη που σας παραχώρησε εκείνη η γυναίκα. Δε ξέρω γιατί το κομμάτι της συγγνώμης που δεν άκουσε με τάραξε τόσο που, ενώ είχαμε συμφωνήσει με τον πατέρα μου ότι δε θα μιλούσαμε ποτέ σε κανένα ΜΜΕ γι’ αυτό το ζήτημα για το καλό των τριών ανήλικων παιδιών μου, αποφάσισα τελικά να το κάνω για πρώτη και τελευταία φορά».

Ο αναπτήρας του παππού

«Εκείνες τις μέρες του Ιούνη αποφασίσαμε να πάμε διακοπές με τους τρεις ανήλικους γιους μου στο εξοχικό του πατέρα μου. Με τη μητέρα τους είμαστε διαζευγμένοι. Τη δεύτερη μέρα των διακοπών μας, λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό, ο ένας εκ των τριών, είχε τη φαεινή ιδέα, να πάρει τον μεγάλο αναπτήρα του παππού του, αυτόν που ανάβει το τζάκι και να βγει στην αυλή. Έξω από την περίφραξη του σπιτιού υπήρχε ένας λόφος από άμμο. Ο μικρός ανέβηκε εκεί αφού μάζεψε κάποια φύλλα από τα πεύκα και στη συνέχεια, άνοιξε ένα μικρό λακκάκι, τα έβαλε μέσα και άναψε φωτιά. Δε ξέρω γιατί το έκανε. Ένα παιδί 12 χρονών δεν χρειάζεται λόγους για να κάνει μια απερισκεψία. Ειδικά όσοι έχουν παιδιά το γνωρίζουν καλά, είναι τόσο περίεργα σ’ αυτή την ηλικία που λειτουργούν εντελώς αυθόρμητα».  

Η φωτιά έφυγε με ταχύτητα

«Μόλις αντιλήφθηκε ότι άρχισε να φυσά και δεν μπορούσε να ελέγξει τη φωτιά, το παιδί πανικοβλήθηκε και άρχισε να ρίχνει από πάνω άμμο προκειμένου να τη σβήσει. Η φωτιά δυστυχώς άρχισε να του ξεφεύγει  και τότε ήταν που έτρεξε αμέσως στο σπίτι φωνάζοντάς μας ότι έξω υπήρχε φωτιά. Δεν είχα καταλάβει ότι ο ίδιος την είχε ανάψει. Βγήκαμε αμέσως έξω. Ήταν 14:05 όταν έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη για να καλέσω την πυροσβεστική αλλά εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου, μου έδωσε τον πυροσβεστήρα που είχε στο σπίτι, οπότε το άφησα και άρχισα αμέσως τις προσπάθειες κατάσβεσης. Προσπαθήσαμε όλοι να την περιορίσουμε με νερό, άμμο, ο πατέρας που έτρεξε να ενώσει τα λάστιχα και να ανοίξει τη διάτρηση και εγώ έκανα ότι μπορούσα με τον πυροσβεστήρα. Είχα πάει πίσω από τη φωτιά και σχεδόν είχα καταφέρει να την σταματήσω αλλά δυστυχώς το περιεχόμενο του πυροσβεστήρα είχε τελειώσει και η φωτιά απλά «έφυγε» με ταχύτητα που δεν έφτανε κανένας μας. Ήμασταν τυχεροί που φυσούσε αντίθετα αλλιώς θα καιγόμασταν. Στις 2:09, κάλεσα την πυροσβεστική. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Ούτε 5 λεπτά δεν πέρασαν από την ώρα που είδα τη φωτιά μέχρι την ώρα που πήρα τηλέφωνο να ειδοποιήσω. Μου είπαν ότι το γνωρίζουν ήδη, ίσως το είδαν από το παρατηρητήριο, δεν ξέρω. Η αστυνομία έφτασε σχεδόν αμέσως. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδέα ότι η φωτιά ξεκίνησε από το γιο μου».

Δεν είπα ψέματα για να τον προστατέψω

«Οι αστυνομικοί είχαν προσέξει τον μεγάλο αναπτήρα που βρισκόταν στο έδαφος. Τον είχε πετάξει ο γιος μου λίγα μέτρα πιο πέρα μέσα στον πανικό του. Άρχισαν τις ερωτήσεις με εμένα να τους εξηγώ πως ούτε εγώ ούτε ο πατέρας μου καψαλίσαμε χόρτα. Μόλις είδα τον αναπτήρα στο έδαφος κατάλαβα αμέσως τι είχε συμβεί και έτρεξα στο σπίτι. Βρήκα και τους τρεις μου γιους πανικοβλημένους. Ο μικρός που έβαλε τη φωτιά έκλαιγε με λυγμούς και τότε επιβεβαιώθηκα... Ως πατέρας, έστω κι αν μπήκα στον πειρασμό να πω ότι δεν ξέρουμε τίποτα, όπως θα έκαναν οι περισσότεροι γονείς για να προστατέψουν τα παιδιά τους, κάλεσα τον γιο μου να πει όλη την αλήθεια στους αστυνομικούς όπως και έπραξε, χωρίς την παρουσία παιδοψυχολόγου. Ήταν ένα ράκος, φοβόταν.  Δεν κοιμηθήκαμε καθόλου εκείνο το βράδυ. Την επομένη τους πήγα πίσω, στη μητέρα τους. Έκανε δέκα μέρες να μιλήσει μετά την κατάθεση στην αστυνομία. Εγώ επέστρεψα για να βοηθήσω ως εθελοντής στην κατάσβεση της πυρκαγιάς».

Απειλές για τη ζωή μας

«Ο φόβος και το σοκ που υπέστησαν τα παιδιά μου εκείνη τη μέρα, ειδικά ο μικρός ο οποίος παρακολουθείται μέχρι και σήμερα από παιδοψυχολόγο, είναι κάτι που θα τα ακολουθεί μια ζωή. Άλλαξαν σχολεία και κάναμε το παν για να τα απομονώσουμε από τις ειδήσεις διότι λέχθηκαν απίστευτα πράγματα και πολλές αναλήθειες που σπίλωσαν την οικογένειά μας δημιουργώντας μια άσχημη εικόνα. Ο παππούς είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με πολλά προβλήματα υγείας  που δεν είναι σε θέση να καλλιεργήσει, να κλαδέψει και να καψαλίσει οτιδήποτε. Κατηγορείται άδικα ακόμη και σήμερα από κάποιους ανθρώπους ως ο υπεύθυνος αυτής της τραγωδίας. Εγώ είμαι ένας τεχνικός υπολογιστών και όχι αστυνομικός- όπως ψευδώς αναφέρθηκε στην τηλεόραση από άνθρωπο που δήθεν με γνωρίζει- που έχασα τη δουλειά μου μετά απ’ όλη αυτή την τραγική ιστορία και εξακολουθώ μέχρι σήμερα να είμαι άνεργος παλεύοντας για ένα επίδομα. Το παιδί μου έκανε μια μεγάλη απερισκεψία για την οποία φέρω ευθύνη ως πατέρας.  Δεχτήκαμε ακόμη και απειλές για τη ζωή μας, είδαμε να συγκεντρώνονται ομάδες έξω από το σπίτι μας για αντίποινα, με την αστυνομία να κάνει περιπολίες για να μας προστατέψει… Περάσαμε και περνούμε δύσκολα».

Θέλω να ζητήσω συγγνώμη

«Αυτή η μεγάλη απερισκεψία του γιου μου ήταν η αρχή μιας μεγάλης τραγωδίας για την οποία λυπάμαι όσο δεν φαντάζεστε. Δεν θεωρώ όμως ότι είμαι ο μόνος που ευθύνεται, ως πατέρας του ανήλικου, για όλο αυτό που συνέβη. Για τη ραγδαία εξάπλωση της πυρκαγιάς θεωρώ πως ευθύνονται κι άλλοι. Έγινε  «πόλεμος» για το ποιος έχει την κυριαρχία στην περιοχή για να δράσει, θεωρώ πως έγινε ένας κακός συντονισμός και μια αλληλοεπίρριψη ευθυνών στην πορεία όμως το αποτέλεσμα δυστυχώς δεν αλλάζει. Ένα ανθρώπινο λάθος ήταν η αφορμή- και όχι η αιτία- να χάσουν τη ζωή τους δύο δασοπυροσβέστες και να βυθιστούν στο πένθος δύο οικογένειες. Δεν τις συνάντησα ποτέ. Όταν όμως διάβασα τα λόγια της Μαρίας Πορφυρίου, της γυναίκας του ενός εκ των δύο δασοπυροσβεστών η οποία είπε πως ακόμα και σήμερα δεν έχει ιδέα ποιός έβαλε εκείνη την πυρκαγιά και διερωτήθηκε «ο άνθρωπος αυτός δε θα’ πρεπε να έρθει να ζητήσει μια συγγνώμη;» ένιωσα την ανάγκη να τη συναντήσω κατ’ ιδίαν, να της ζητήσω συγγνώμη και να της πω πόσο πολύ λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε. Το παιδί δε θέλω να το βάλω σε αυτή τη διαδικασία. Εγώ όμως ως ενήλικας θα το κάνω και για εκείνη αλλά και για μένα, ειδικά τώρα που ξέρω πώς νιώθει.Στη συνέχεια θα επιδιώξω να συναντήσω και την οικογένεια του δασοπυροσβέστη Μαριου Αριστοτέλους γιατί αυτό είναι το σωστό».

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στο άκουσμα της είδησης ότι ο πατέρας του 13χρονου σήμερα παιδιού θέλει να τη συναντήσει, η Μαρία Πορφυρίου δεν μπορούσε να το πιστέψει. Παρότι ήταν κάτι που δεν ανέμενε να συμβεί, ειδικά μετά από ένα χρόνο, μας δέχτηκε και τους δύο στο σπίτι της, αποδεχόμενη να ακούσει όλα όσα είχε να της πει ο άνθρωπος αυτός. Ήταν μια ειλικρινής κουβέντα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που όλο αυτό το διάστημα ζουν δύο παράλληλους εφιάλτες.

«Είμαι εδώ για να σας ζητήσω μια μεγάλη συγγνώμη από τα βάθη της ψυχής μου ως πατέρας που είχα και έχω την ευθύνη αυτού του παιδιού… Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Έγινα χίλια κομμάτια μετά απ’ αυτή την τραγωδία. Ο γιος μου διέφυγε της προσοχής μου και άναψε εκείνη την καταραμένη φωτιά. Όταν φύσηξε, η φωτιά άρχισε να εξαπλώνεται δυστυχώς… Χάθηκε πιστεύω και πολύτιμος χρόνος για την κατάσβεσή της και έγινε το κακό.  Ο γιος μου έμαθε έξι μήνες μετά την πυρκαγιά ότι χάθηκαν δύο άνθρωποι. Είχε πάθει σοκ την πρώτη μέρα και η παιδοψυχολόγος μας συμβούλεψε να μην του το πούμε αμέσως. Περάσαμε πολύ δύσκολα. Διαλύθηκα ψυχολογικά. Το ξέρω ότι είναι κάτι που θα έπρεπε να είχα κάνει εδώ και καιρό μα δεν έβρισκα το κουράγιο. Διάβασα και άκουσα τόσα πολλά ψέματα και ανακρίβειες όλο αυτό τον καιρό που με είχαν πληγώσει. Μα όταν διάβασα τη συνέντευξή σας αποφάσισα πως είναι η στιγμή να σας συναντήσω για να ξέρετε την αλήθεια. Ελπίζω να λύθηκαν κάποιες απορίες σας, έστω και τώρα», ήταν το λόγια του πατέρα του 13χρονου, κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τη σύζυγο του ήρωα δασοπυροσβέστη Ανδρέα Σοφοκλέους.

Η μεγαλοψυχία αυτής της γυναίκας είναι κάτι που συναντάς σπάνια στους ανθρώπους.

«Μέχρι σήμερα δεν ήξερα ποιος έβαλε τη φωτιά. Είχα ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτή την ιστορία που δεν ήξερα τι να πιστέψω. To εκτιμώ που είστε εδώ ακόμη κι ένα χρόνο μετά για να μου πείτε την αλήθεια κατάματα. Σίγουρα δεν ευθύνεται μόνο το παιδί σας. Έχω και γω παιδιά και ξέρω πως αυτό που έγινε θα μπορούσε να συμβεί και με τα δικά μου παιδιά. Θα μας διέλυε κάτι τέτοιο. Φαντάζομαι πως αυτό έγινε και με σας. Γι’ αυτό ακριβώς δε θέλω να κρίνω κανέναν. Ο Θεός θα μας κρίνει όλους. Συμφωνώ ότι υπήρξε και χρονοκαθυστέρηση από την πλευρά της πυροσβεστικής. Ήταν για να γίνει. Ο Άντρος μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, αγαπητός σε όλους. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, λάτρευε και μας, την οικογένειά του. Θέλει να μας βλέπει χαρούμενους από εκεί ψηλά. Γι’ αυτό και εμείς κοιτάμε μπροστά και προχωράμε, αποδεχόμενοι πως ήταν θέλημα Θεού να έρθουν έτσι τα πράγματα όσο κι αν μας στοίχισε.» 

Με μάτια βουρκωμένα έκαναν μια ανθρώπινη κουβέντα για μια περίπου ώρα ευχαριστώντας στο τέλος ο ένας τον άλλο με μια ζεστή χειραψία. Ήταν το μόνο που απαθανάτισα, σεβόμενη την επιθυμία τους. «Αν ποτέ το παιδί θελήσει να με γνωρίσει, η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή», είπε η Μαρία.

Η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεσαι ως δημοσιογράφος μα πάνω απ' όλα ως άνθρωπος μετά από μια τέτοια συνάντηση είναι τελικά αυτό που μετρά περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, σκέφτηκα φεύγοντας από το σπίτι της Μαρίας. 


Δημοσίευση σχολίου

κάνε το δικό σου σχόλιο

 
Top