με την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στο δάσος Αγ. Νικολάου – Νικήτης Σιθωνίας
Ι. Σύντομο ιστορικό της υποθέσεως – Το αγωγικό αίτημα
Η απόφαση υπ΄ αριθ. 52/2015* του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής (Τακτική Διαδικασία) εκδόθηκε πρόσφατα επιλύοντας σε πρώτο βαθμό μια μακρόχρονη δικαστική διαμάχη που αφορούσε το δικαίωμα κυριότητας επί του δημοσίου δάσους Αγίου Νικολάου – Νικήτης στη Σιθωνία Χαλκιδικής.
Συγκεκριμένα, το Ελληνικό Δημόσιο, με την από 1.12.1980 αγωγή του, απευθυνόμενο αφ΄ ενός κατά Ιεράς Μονής του Αγίου Όρους και αφ΄ ετέρου κατά εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης εταιρείας ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το ένδικο δάσος περιήλθε σε αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συνθηκών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μετά την απελευθέρωση των Νέων Χωρών και ότι ουδέποτε υπήρξε μοναστηριακή γαία, είτε ως ανέκαθεν (εκ πάλαι) προσαρτημένη στην ανωτέρω Ιερά Μονή και καταχωρισθείσα στο Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο – Λεφτέρ Χανέ (άρθ. 122 περ. α΄ Οθωμανικού νόμου περί γαιών), είτε ως υποκείμενη σε δικαίωμα εξουσίασης αρχικώς εκ μέρους των Μοναχών της για την επίτευξη των σκοπών της Μονής και δη από το έτος 1821 και εντεύθεν, και περιελθούσα εν συνεχεία, στην κυριότητα της πωλήτριας Μονής, αποκτήσασα εν τω μεταξύ νομική προσωπικότητα (άρθρο 122 περ. β΄ ως άνω νόμου περί γαιών σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 ν. 2508/1920.
Ομοίως το Ελληνικό Δημόσιο ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η διά συμβολαιογραφικού εγγράφου εκποιητική δικαιοπραξία που συντελέσθηκε είναι άκυρη, διότι έγινε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 60 του νδ 86/1969, με την οποία απαγορεύεται η κατάτμηση δασικής έκτασης χωρίς την άδεια του Υπουργού Γεωργίας, λόγω μη ύπαρξης της άδειας αυτής.
Επιπλέον, στην αγωγή εκτίθεται ότι οι επικαλούμενοι και προσκομιζόμενοι τίτλοι και έγγραφα της πρώτη εναγομένης – Ιεράς Μονής, για τη στοιχειοθέτηση της εκ πάλαι προσάρτησης του επιδίκου ως μοναστηριακής γαίας, δεν εφαρμόζουν στην επίδικη έκταση, άλλως ότι και αν αυτοί εφαρμόζουν δεν είναι καταχωρημένες στο Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο, άλλως, και αν είναι καταχωρημένες, ότι εφαρμόζουν σε άλλη έκταση, εμβαδού 1.250 στρ., που βρίσκεται σε διαφορετική περιοχή της Σιθωνίας από την επίδικη έκταση των 53.800 στρ. και που απαλλοτριώθηκε προς αποκατάσταση των ακτημόνων της περιοχής, δυνάμει της 114215/25.9.1924 υπουργικής απόφασης.
Πέραν αυτών, εκθέτει ότι κατέστη κύριο της επίδικης έκτασης λόγω διαδοχής από το τουρκικό δημόσιο και δεν ήταν δεκτικό χρησικτησίας από την Ιερά Μονή από 12.9.1915 και μετά (άρθρο 21 του νδ 22.4-16.5.1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης»), ενώ πριν από την απελευθέρωση δεν ήταν δυνατή η κτήση της κυριότητας επί του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως, ήτοι με χρησικτησία, αφού τέτοιο δικαίωμα επί των γαιών αυτών (δημοσιών) δεν αναγνωριζόταν κατά το Οθωμανικό Δίκαιο.
ΙΙ. Η κρίση του Δικαστηρίου
Α. Μορφές ιδιοκτησίας γαιών κατά το Οθωμανικό δίκαιο
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 του νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), στις μοναστηριακές γαίες ανήκαν, κατά μεν την παρ. 1 αυτού, οι ανέκαθεν προσαρτημένες στις Iερές Μονές με πλήρη δικαιώματα κυριότητας γαίες, αρκεί η «προσάρτησή» τους αυτή να ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο (defterhane), που αποτελούσε συστατικό τύπο της επικαλούμενης κυριότητας, οπότε δεν εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) ούτε υπήρχε δυνατότητα αυτές να αγορασθούν ή να πωληθούν και γι΄ αυτές δεν ίσχυαν, ούτε εφαρμόζονταν, οι κοινές διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών, κατά δε την παρ. 2, οι κοινές δημόσιες γαίες, οι οποίες αποτελούσαν και αυτές «προσαρτήματα» των I. Μονών, εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) όχι απ΄ ευθείας στο όνομα της Μονής, αλλά με το όνομα του Μοναχού, εξακολουθούσαν δε να υπάγονται στην ίδια κατηγορία των δημοσίων γαιών του άρθρου 3 του ΟθΝπΓ, εφαρμόζονταν δε σε αυτές οι διατάξεις οι σχετικές με την εξουσίασή τους με τίτλο (ταπί) του ΟθΝπΓ.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ιδίου νόμου, στις αφιερωμένες (βακουφικές) γαίες, ανήκαν, εκτός των άλλων, και οι αληθώς ιδιόκτητες γαίες (γνήσια βακούφια), οι οποίες είχαν αφιερωθεί σύμφωνα με τον ιερό νόμο, η δε ιδιοκτησία και τα λοιπά δικαιώματά τους ανήκαν στο αφιέρωμα. Επ΄ αυτών δεν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του πολιτικού νόμου, αλλ΄ η αποκλειστική κυριότητα και λοιπή διαχείριση διέπονταν από τις διατάξεις και τους όρους του αφιερωτή. Για την ίδρυση ενός γνησίου βακουφίου, απαιτείτο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 35, 41 του νόμου περί Βακουφίων της 19ης Τζεμαζήλ Αχίρ 1280 (1862), του άρθρου 1 των οδηγιών «περί της ενεργείας των αναγκαίων πράξεων επί των υπό του Ντεφτερχανέ εκδιδομένων τίτλων των εν Κωνσταντινουπόλει και εν ταις επαρχίαις κειμένων εστεγασμένων και προσοδοφόρων βακουφίων» της 23ης Μαρτίου 1292 (1876) και τις Οδηγίες του Υπουργείου κτηματολογίου της 7ης Σαφέρ 1308 (1890), η έκδοση ιεροδικαστικής αποφάσεως, βάσει της οποίας ο ιερονομικός κρατικός σύμβουλος (σεϊχουλισλάμης) εξέδιδε γνωμοδότηση (φετφά), που μεταγραφόταν σε ειδικά κτηματολογικά βιβλία ως ιδρυτικός τίτλος του βακουφίου, χωρίς να εκδίδει τίτλο στο όνομα του βακουφίου, διότι ο οθωμανικός νόμος αγνοούσε τη νομική προσωπικότητα του αφιερώματος, τη διεύθυνση και διεξαγωγή των υποθέσεων του οποίου είχε ο οριζόμενος με το αφιερωτήριο ή διοριζόμενος από τον δικαστή έφορος (μουτεβελή).
Β. Το καθεστώς ιδιοκτησίας γαιών των Νέων Χωρών
Οι ανωτέρω περί γαιών διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας ρητώς αναγνωρίσθηκαν από την ελληνική Πολιτεία και διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες, οι οποίες διατελούσαν τέως υπό τη κυριαρχία του Οθωμανικού κράτους, με το άρθρο 2 του ν. 147/1914, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 262/1914. Εν όψει δε του ότι το Οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου και επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 2508/1920 «περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών πόρων των εν ταις Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων» ορίστηκε, ότι τα ακίνητα των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σε αυτές είχαν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι αρχές και επιτροπές των ορθόδοξων κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων που υπάγονταν σε αυτές, στα οποία, όπως είναι φανερό, περιλαμβάνονται και τα παντός είδους νομικά πρόσωπα, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές, επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στον νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και οι κοινωφελείς, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως και αν ακόμη οι τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσεως κατά τον Οθωμανικό νόμο, είτε λόγω ελλείψεως ικανότητας προς κτήση από το αποκτών νομικό πρόσωπο, είτε λόγω του ανεπίδεκτου μεταβιβάσεως του ακινήτου με πράξη αιτία θανάτου, είτε για μη τήρηση των νομίμων διατυπώσεων κατά τη μεταβίβαση. Με τη διάταξη αυτή έπαψε να υπάρχει εξ υπαρχής η ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων, ν΄ αποκτήσουν κυριότητα, η οποία υπήρχε στο παρελθόν σύμφωνα με το καθεστώς, το οποίο ίσχυε επί τουρκοκρατίας (ανυπαρξία νομικών προσώπων), η κτήση όμως αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από τον νόμο, αλλ΄ όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδάφ. β΄ και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στον νόμο αυτό και την, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών.
Γ. Σχετικά με την ανάκληση της αποφάσεως χαρακτηρισμού
Εν προκειμένω κρίθηκε απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης εταιρείας ότι καταχρηστικά ασκήθηκε το δικαίωμα ανακλήσεως της ένδικης υπ΄ αριθ. 87584/4612/1.10.1973 αποφάσεως του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας, αρμοδίου για θέματα Γεωργίας, η οποία, αφού έλαβε υπ΄ όψη τη σχετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών (ΣΙΔΔ), έκρινε ότι η επίδικη έκταση (δασική και μερικώς δασοσκεπής) ήταν ιδιωτική και άνηκε στην καθ΄ ης, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του οικείου υποθηκοφυλακείου Συκιάς – Χαλκιδικής και συνετάγη το από 23.10.1973 ένδικο πρωτόκολλο παράδοσης δασικής και μερικώς δασοσκεπούς εκτάσεως κειμένης στη Χερσόνησο Σιθωνίας Χαλκιδικής και στις περιφέρειες των χωρίων Νικήτης και Αγίου Νικόλαου, δεδομένου ότι η ανάκληση αυτή αφ΄ ενός πραγματοποιήθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ήτοι σε διάστημα έξι (6) μηνών, αφ΄ ετέρου η ενέργεια αυτή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως, ανεξάρτητα αν από τις πράξεις έχουν απορρεύσει ή όχι δικαιώματα των διοικουμένων, αφού μάλιστα επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παρανόμων ή πλημμελών ατομικών ή ατομικών γενικού περιεχομένου διοικητικών πράξεων, ανεξάρτητα αν από αυτές έχουν απορρεύσει δικαιώματα των διοικουμένων, εφ΄ όσον η ανάκληση γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους.
Επιπλέον, δεν επιτρέπεται ανάκληση παράνομων επωφελών πράξεων, εκτός αν: α) το διοικητικό όργανο παρασύρθηκε στην έκδοσή τους από απατηλή ενέργεια του διοικουμένου που ωφελείται από την πράξη ή β) υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος η πράξη προσκρούει στη δημόσια τάξη ή γ) η ανάκληση γίνεται για λόγους συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο απόφασης του ΣτΕ ή διοικητικού δικαστηρίου. Εν προκειμένω υπήρχε καταφανής λόγος δημόσιου συμφέροντος, ήτοι της διαφύλαξης, κρατικής περιουσίας και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Δ. Έννοια και ισχύς των αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων
Έγινε περαιτέρω δεκτό ότι διά των ενδίκων αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων, η εναγομένη Ιερά Μονή Αγίου Όρους δεν απέκτησε κυριότητα επί της επιδίκου εκτάσεως, διότι κατά τη βυζαντινή περίοδο ο θεσμός των αυτοκρατορικών δωρεών προς τις μοναστηριακές κοινότητες περιεβάλλετο τον συνήθη, προκειμένου περί παροχής προνομίων γενικώς, τύπο του χρυσοβούλλου, κατά κανόνα, λόγου και αντικείμενο αυτών συνήθως ήταν δωρεές ακινήτων, νήσων ή νησίδων και εκτάσεων γης.
Αν και στη θεωρία υποστηρίζεται η άποψη ότι οι αυτοκρατορικές δωρεές συνιστούν παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα κυριότητας που αποκτούσαν οι Ιερές Μονές με τις αυτοκρατορικές παραχωρήσεις δεν ήταν νέο, αλλά προϋπέθετε ύπαρξη κυριότητας του δωρητή, εν προκειμένω δε του Δημοσίου, αφού τα δωρηθέντα ακίνητα δεν προέρχονταν από την ιδιωτική περιουσία του αυτοκράτορα, πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό ότι οι αυτοκρατορικές διά χρυσοβούλλων λόγων δωρεές αποτελούν νομίμους τίτλους κυριότητας, συνδυαζόμενες με άσκηση διακατοχικών πράξεων, ώστε να προσπορίζουν κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο (χρησικτησία).
Με τις αυτοκρατορικές δωρεές, δυνάμει των οποίων κατ΄ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας παραχωρούσε ο αυτοκράτορας σε ιδιώτες δημόσια γη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επερχόταν ειδική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας, λαμβανομένου υπ΄ όψη, τηρουμένων των αναλογιών, ότι στη σύγχρονη εποχή, που υπάρχει καταγεγραμμένη με τη μορφή των δημοσίων κτημάτων η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, όταν παραχωρείται κατ΄ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας δημόσια γη, όπως π.χ. στην περίπτωση διανομών και αναδασμών, η κυριότητα που αποκτάται από τον ιδιώτη είναι πρωτότυπη.
Αν οι αυτοκρατορικές δωρεές συνιστούσαν παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, παρά το γεγονός ότι τα δωρηθέντα δεν ανήκαν στην ιδιωτική περιουσία του αυτοκράτορα, εξομοιούμενο κατ΄ αναλογία με τη μεταβίβαση κυριότητας αιτία δωρεάς του σύγχρονου ιδιωτικού δικαίου, θα αρκούσε η άπαξ αιτία δωρεάς κτηθείσα κυριότητα των παραχωρηθέντων ακινήτων και δεν θα ήταν αναγκαίο να επικυρώνονται οι παραχωρήσεις με αλλεπάλληλους αυτοκρατορικούς χρυσόβουλλους λόγους που εξεδίδοντο από τον εκάστοτε αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, προκειμένου να επικυρώνει με δικό του χρυσόβουλλο λόγο το περιεχόμενο προηγουμένου που εξέδωσε άλλος αυτοκράτορας, ώστε η παραχώρηση του ακινήτου να παραμείνει ισχυρή και για τον χρόνο της δικής του ηγεμονίας.
Πρέπει δε να ληφθεί υπ΄ όψη, ως προς τη μεταβίβαση της κυριότητας συνεπεία της αυτοκρατορικής δωρεάς, ότι οι Ιερές Μονές κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο δεν εθεωρούντο νομικά πρόσωπα, αφού η έννοια αυτή είναι προϊόν της νεώτερης νομικής επιστήμης του 19ου αι. και κατά συνέπεια, η μεταβίβαση της κυριότητας των διά των αυτοκρατορικών δωρεών παραχωρουμένων ακινήτων δεν θα μπορούσε να επέλθει στο πρόσωπο των Ιερών Μονών, αλλά στον αιτησάμενο την έκδοση του χρυσοβούλλου λόγου, συνήθως ηγούμενο της Μονής, που τη διοικούσε και διαχειριζόταν την περιουσία της.
Εν προκειμένω, παρ΄ όλο που η εναγομένη Ιερά Μονή Αγίου Όρους επιχειρεί να στηρίξει την κυριότητά της επί της επιδίκου εκτάσεως δυνάμει των αναφερομένων χρυσοβούλλων, ουδεμία πράξη νομής απεδείχθη επί της εκτάσεως αυτής, προκειμένω η εναγομένη Ιερά Μονή να τεκμηριώσει την κυριότητά της επ΄ αυτής, απορριπτομένης ως εκ τούτου, ως ουσιαστικά αβάσιμης, της προβαλομένης ενστάσεως καταχρηστικότητας περί ασκήσεως εκ μέρους της Ιεράς αυτής Μονής, επί τριακόσια και πλέον έτη, πράξεων νομής (ξύλευση, μίσθωση σε τρίτους κ.λπ.) επί του επιδίκου ακινήτου και μάλιστα με την ανοχή του ενάγοντος (Ελληνικού Δημοσίου). Δεδομένου περαιτέρω ότι κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας οι Μονές εστερούντο νομικής προσωπικότητας, γίνεται δεκτό ότι λοιπά έγγραφα (φιρμάνια, χοτζέτια, σιγίλια κ.λπ.), τα οποία αναφέρονται στην εναγομένη Ιερά Μονή, δεν δύνανται να υπαχθούν στην έννοια του ταπίου ή ν΄ αντικαταστήσουν ως ειδικότερα το άρθρο 122 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών (ΟθΝπΓ), προκειμένου δυνάμει μόνον αυτών να αναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας χωρίς μάλιστα αυτά να προσκομίζονται αυτούσια. Ακόμα όμως και από προσκομισθέντα από τις εναγόμενες έγγραφα δεν αποδεικνύεται ότι η επίδικη έκταση ήταν αδιαλείπτως στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της εναγομένης Ι. Μονής.
Ε. Η προσάρτηση γαιών και η ισχύς των εγγραφών στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο
Όπως έκρινε η εξεταζομένη απόφαση, το επίδικο ακίνητο αναφέρεται στο ένδικο συμβόλαιο αγοραπωλησίας ότι αποτελεί «Μοναστηριακό Δασόκτημα» της πωλήτριας καθ΄ ης Ιεράς Μονής Αγίου Όρους, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται σε ποια κατηγορία ανήκει αυτό, δηλαδή του εδαφ. α΄ του άρθρου 122 του ΟθΝπΓ κατά τον κρίσιμο χρόνο της απελευθέρωσης, όπως υποστηρίζει η εναγομένη εταιρεία, ότι ήταν ανέκαθεν προσαρτημένη στην πωλήτρια, χωρίς όμως να προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό ότι η εν λόγω προσάρτηση είχε καταχωρηθεί στο παλαιό οθωμανικό αυτοκρατορικό κτηματολόγιο (μετά της δήμευσης και όχι στο προγενέστερο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς) με ρητή αναφορά ότι αιτία της καταχώρησης της εξουσίασης της εν λόγω δημόσιας γαίας είναι η «έκπαλαι» προσάρτησή της, στην Ιερά Μονή και για τη νόμιμη υπαγωγή της ανωτέρω γαίας στο προαναφερθέν προνομιακό καθεστώς είχε καταχωρηθεί μετά τη δήμευση, ενώ δεν τυγχάνει εφαρμογής και η παρ. β΄ του άρθρου 122 του ΟθΝπΓ, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι περιήλθε μεταγενέστερα της δήμευσης (1568) σε συγκεκριμένο μοναχό της και μέσω αυτού σε επόμενους, ο τελευταίος των οποίων την εξουσίαζε για λογαριασμό της κατά τον κρίσιμο χρόνο της απελευθέρωσης της Μακεδονίας με ειδικό τουρκικό τίτλο (ταπί), το οποίο θα έπρεπε να καταχωρηθεί στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, προκειμένου μάλιστα κατόπιν αυτών να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τον ν. 2508/1920 διαδικασία και διατυπώσεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδάφ. β΄ και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 του ανωτέρω Νόμου, ώστε να αναγνωριστεί η κυριότητα της Ιεράς Μονής επί της επιδίκου εκτάσεως, από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 11 αυτού.
ΣΤ. Ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσεως κυριότητας
Περαιτέρω, δεν απεδείχθη ότι η επίδικη έκταση ήταν καταχωρημένη στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο ως ανέκαθεν σε αυτήν προσαρτημένη γαία κατ΄ άρθρο 122 εδάφ. α΄ του ΟθΝπΓ, ενώ ο επικουρικά προβληθείς ισχυρισμός από την καθ΄ ης Ιερά Μονή περί κτήσεως της κυριότητας αυτής διά χρησικτησίας, λόγω της από πολλούς αιώνες ασκήσεως νομής σε αυτό, είναι απορριπτέος αφού, από τα άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού ΑΚ δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας, ως τρόπος κτήσης κυριότητας τόσο στα ακίνητα τέλειας ιδιοκτησίας όσο και στις δημόσιες γαίες, από δε το 1914, που ίσχυσε η Ελληνική νομοθεσία στις Νέες Χώρες (άρθρα 1 και 2 ν. 147/1914) και μέχρι την 11.9.1915 (οπότε τα δημόσια κτήματα εξαιρέθηκαν της εκτάκτου χρησικτησίας) δεν συμπληρώνεται ο προβλεπόμενος από το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο χρόνος έκτακτης χρησικτησίας.
Ζ. Η έννοια των γαιών καθαράς ιδιοκτησίας και των βακουφικών κτημάτων
Η εναγομένη εταιρεία υποστήριξε ότι το επίδικο Δασόκτημα (Μετόχιον) ήταν της κατηγορίας των «καθαράς ιδιοκτησίας» γαιών του άρθρου 2 του ΟθΝπΓ και μάλιστα κατ΄ άρθρο 122 του ιδίου νόμου των αληθώς γνησίων βακουφικών γαιών «εραζήι εφκάκι σαχηχάτ (sic)» και ότι εκτός αυτού για τη βακουφοποίηση ενός κτήματος, ώστε να αποβεί αυτό αληθές «βακούφιον» θα έπρεπε απαραίτητα να είναι αυτό καθαρής κυριότητας γη «μούλκιον». Ο ανωτέρω όμως ισχυρισμός της εναγομένης είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι όπως αναφέρεται και στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας το επίδικο ακίνητο χαρακτηρίζεται ως «Μοναστηριακό Δασόκτημα» και ως τέτοιο δεν μπορούσε να είναι ταυτόχρονα μοναστηριακή, καθαράς ιδιοκτησίας και γνήσια βακουφική έκταση, διότι εάν η επίδικη έκταση ήταν «Μοναστηριακή», όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, κατ΄ άρθρο 122 ΟθΝπΓ, σημαίνει ότι ήταν δημόσια και ως τέτοια δεν μπορούσε να είναι μουλκ ή γνήσια βακουφική. Εξ άλλου, αν αυτή ήταν γνήσια βακουφική σημαίνει ότι έπαψε να είναι μούλκι (όπως ήταν πριν αφιερωθεί) και δεν μπορεί να είναι ούτε Μοναστηριακή, αφού η τελευταία είναι δημόσια.
Πέραν αυτών, δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το επίδικο ακίνητο είχε ήδη πριν την προσάρτηση των νέων Χωρών στην Ελλάδα «χωρισθεί» από τις δημόσιες γαίες του Οθωμανικού Κράτους και είχε υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες του άρθρου 2 του ως άνω περί γαιών οθωμανικού Νόμου. Μόνος ο ισχυρισμός ότι ήταν «μούλκιο» δεν αρκεί, αφού αφ΄ ενός δεν αναφέρονται περιστατικά, βάσει των οποίων είχε πράγματι καταστεί «μούλκιο» εφ΄ όσον μάλιστα δεν αποδεικνύεται ότι έχει καταγραφεί στα βιβλία του Οθωμανικού Κτηματολογίου (βιβλίου Γιοκλαμά) τέλειας κυριότητας και ότι είχε εκδοθεί γι΄ αυτό σχετικός τίτλος, με τον οποίο η καθ΄ ης Ιερά Μονή ήταν υποχρεωτικό να έχει εφοδιαστεί μετά το έτος 1874.
Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη έκταση ήταν γνήσια βακουφική, κατ΄ άρθρο 4 ΟθΝπΓ είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού δεν προσκομίζεται ιεροδικαστική απόφαση ίδρυσης του βακουφίου, την ιερονομική διάταξη του Σεϊχουλισλάμη, που μεταγραφόταν ως τίτλος ίδρυσής του και το κατάστιχο του αυτοκρατορικού κτηματολογίου, στο οποίο η τελευταία καταχωρήθηκε.
Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το επίδικο Δασόκτημα ήταν καθαράς ιδιοκτησίας, διότι κτήματα (γαίες) καθαράς ιδιοκτησίας, είναι τα οικόπεδα, τα σπίτια και γενικά τα οικοδομήματα και εργαστήρια που βρίσκονται εντός πόλεων, χωρίων και κωμοπόλεων καθώς και οι συνεχόμενοι χώροι (κήποι – αυλές) που περιβάλλουν αυτά, οι οποίοι δεν μπορούν να είναι εκτάσεως μεγαλυτέρας του ημίσεως στρέμματος, στην έννοια των οποίων δεν μπορεί να υπαχθεί το επίδικο ακίνητο.
Πέραν αυτών, μόνο επί των μη γνησίων βακουφικών ακινήτων είναι δυνατή η κτητική παραγραφή της ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) μετά 10 έτη κατοχής και καλλιέργειας από τον σφετεριστή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 και 72 του Κτηματολογικού Κανονισμού, ενώ επί των γνησίων βακουφικών ακινήτων δεν προβλέπεται τέτοια παραγραφή, αλλά μόνον η κατ΄ άρθρο 1661 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα αναγνωριζομένη παραγραφή της αγωγής του Εφόρου του Βακουφικού ιδρύματος, ομοίως για απόκτηση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί δασών, αφού μάλιστα από τις διατάξεις των άρθρων 3, 9, 19, 30, 68 και 71 του ως άνω νόμου περί γαιών, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μωχαρέμ 1927 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών», προκύπτει ότι δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί δασών μπορούσε ν’ αποκτηθεί μόνον διά ταπίου, το οποίο συνετάσσετο από τον ιεροδίκη (καδή) ή τους τιμαριούχους κατόπιν αδείας του Σουλτάνου, του οποίου έφερε το μονόγραμμα και αποτελούσε πιστοποιητικό διηνεκούς εξουσίασης του δάσους, με ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους (τεσσαρούφ) και όχι εμπράγματο δικαίωμα κυριότητάς του (μουτεσσαρήφ), αφού το δάσος, παρέμενε στην ψιλή κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου, ενώ ο εξουσιαστής είχε μόνο το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (κάρπωσης) του δημοσίου δάσους χάρις στο τεσσαρούφ.
Η. Σχετικές ρυθμίσεις του Καταστατικού Χάρτη Αγίου Όρους
Εν προκειμένω δεν έχει εφαρμογή ούτε και ο επικαλούμενος από την εναγομένη ισχυρισμός περί αναπαλλοτριώτου της μοναστηριακής περιουσίας κατ΄ άρθρο 181 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, δοθέντος ότι από τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος πραγματεύεται μόνο για την περιοχή του Αγίου Όρους, στην οποία και μόνη ασκεί τη δικαιοδοσία της η συντάξασα και εγκρίνασα τούτον Ιερά Σύναξη κατ΄ άρθρο 188, σαφώς προκύπτει ότι η περί του αναπαλλοτρίωτου διάταξη του άρθρου 181 αυτού αφορά μόνο την εντός της περιοχής του Αγίου Όρους ακίνητη περιουσία των Ιερών Μονών. Αυτό αποσαφηνίσθηκε απολύτως και από την όμοια κατά τη διατύπωση διάταξη των άρθρων 110 του Συντάγματος 1927, 103 παρ. 2 του Συντάγματος 1952, 122 παρ. 2 του Συντάγματος 1968 και 105 παρ. 2 του Συντάγματος 1975.
Θ. Το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας κατά τον Αστικό Κώδικα
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αριθ. 1 και 1198 ΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ακινήτου μεταβιβάζεται με σύμβαση, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται. Για να μεταβιβαστεί όμως με σύμβαση η κυριότητα ακινήτου, για οποιαδήποτε αιτία, χαριστική ή επαχθή, απαιτείται να υπάρχει το δικαίωμα σε εκείνον, ο οποίος το μεταβιβάζει, κατά τον χρόνο μεταγραφής της σχετικής συμβάσεως. Εάν εκείνος που μεταβιβάζει δεν είναι κύριος του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή η κυριότητα αυτού, σύμφωνα με τη γενική αρχή του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (βρδ) «ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος». Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι άκυρη η δικαιοπραξία και μάλιστα τόσο η υποσχετική όσο και η εκποιητική, η οποία καταρτίζεται σε εκτέλεση της υποσχετικής.
Επομένως, η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης. Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθ΄ όσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται (1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος και συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφ΄ όσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο.
ΙΙΙ. Τελικές σκέψεις του Δικαστηρίου
Από την εξέταση της ενδίκου υποθέσεως προέκυψε κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιδίκου εκτάσεως («Δασόκτημα») ανέκαθεν αποτελούσε δάσος κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του νδ 86/1969 «Περί δασικού Κώδικος» και αποτελεί τμήμα της δημόσιας δασικής εκτάσεως «Αγίου Νικόλαου – Νικήτης – Σιθωνίας Χαλκιδικής», συνολικού εμβαδού 75.750 στρ. περίπου, όπως η έκταση υφίστατο κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, δημόσιο δάσος που ανήκε κατά κυριότητα στο Οθωμανικό κράτος και έτσι μετά την απελευθέρωση των Νέων Χωρών το έτος 1912 περιήλθε, κατά τεκμήριο, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, δυνάμει του άρθρου 60 παρ. 1 της από 30.1.1923 Συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το από 25.8.1923 Νομοθετικό Διάταγμα, έκτοτε δε το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο είχε την εποπτεία τουλάχιστον μέχρι το έτος 1960, είχε παραχωρήσει μέρος της εκτάσεως αυτής για δενδροκομική καλλιέργεια και εξέδωσε άδειες ξύλευσης, υλοτομίας και ρυτινοσυλλογής, ενώ εξέδιδε και πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής.
Εν προκειμένω το ενάγον – Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου κατέστη ιδιοκτήτης της επίδικης δασικής εκτάσεως. Εφ΄ όσον αυτή δεν άνηκε ή δεν περιήλθε σε φυσικά πρόσωπα (μούλκια – τεσσαρούφ), περιήλθε σε αυτό η κυριότητά της κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 της Συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το νδ της 25.8.1923. Με το ένδικο συμβόλαιο που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ΄ ης Ιεράς Μονής και της εναγομένης εταιρείας, η πωλήτρια δεν είχε επομένως κυριότητα της πωληθείσας – επιδίκου εκτάσεως.
Επομένως, η εναγομένη Ιερά Μονή Αγίου Όρους ουδέποτε απέκτησε δικαίωμα κυριότητας επί της επιδίκου εκτάσεως, εμβαδού 53.800 στρ., ευρισκομένης στη Σιθωνία Χαλκιδικής, την οποία φέρεται ότι επώλησε δυνάμει συμβολαίου έτους 1973 προς τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, λόγω δε ελλείψεως κυριότητας επί της επιδίκου εκτάσεως, η εναγομένη Ιερά Μονή ουδέν δικαίωμα κυριότητος απέκτησε επ΄ αυτής δυνάμει του εν λόγω συμβολαίου.
Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος
sofiap@nb.org