«Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ»
Η Ευρώπη, και κατ’ επέκταση και η Ελλάδα, θα υποστούν τις συνέπειες από τις αλλαγές που θα προκύψουν από τις μεταβολές που θα επιφέρει στο κλίμα αλλά και το περιβάλλον γενικότερα το φαινόμενο του θερμοκηπίου με αποτέλεσμα να επέλθει και αύξηση στη μέση θερμοκρασία. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να μειωθεί η υγρασία του περιβάλλοντος στα φυτά και το χώμα, με συνέπεια να είναι ευκολότερη η έναρξη των πυρκαγιών, η ταχύτερη ανάπτυξη τους και τελικά οι μεγαλύτερες καμένες εκτάσεις, πράγμα που βλέπουμε όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια στην νότια Ευρώπη.
Οι μεταβολές του κλίματος και του περιβάλλοντος, τα τελευταία χρόνια έχουν επιφέρει δραματικές αλλαγές όχι μόνο στην διαδικασία ανάπτυξης των πυρκαγιών, αλλά και στις περιοχές όπου αναπτύσσονται. Δηλαδή εκτός από την γρήγορη ανάπτυξη και την ταχύτητα με τη οποία τρέχουν παρουσιάζονται φωτιές σε γεωγραφικά μήκη και υψόμετρα που λίγα χρόνια πριν θεωρούσαμε αδύνατο να αναπτυχθούν, δηλαδή για να το πούμε απλά οι φωτιές ανεβαίνουν πιο βόρεια και σε μεγαλύτερα υψόμετρα, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν τις νότιες περιοχές που εκ των πραγμάτων είναι πιο στεγνές και άρα πιο επικίνδυνες.
Αν προσδιορίσουμε το ζήτημα στα Ελληνικά δεδομένα, θα αναφέρουμε ότι ο πλούτος της χώρας συνδέεται αναπόσπαστα με τις κλιματικές της συνθήκες. Η υπερθέρμανση του πλανήτη θα προκαλέσει ακόμα μεγάλες πιέσεις στη χώρα μας. Μελέτη του ΟΗΕ δείχνει πως η Ελλάδα, όπως και ολόκληρη η Μεσόγειος συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 18 «καυτά» σημεία του πλανήτη, τα οποία θα αντιμετωπίσουν τα μεγαλύτερα προβλήματα εξαιτίας της εντεινόμενης αλλαγής του κλίματος.
Επιπροσθέτως, από το 2000 και μετά παρατηρείται μια σταδιακή μείωση των ενάρξεων πυρκαγιών, εκτός από κάποιες χρονιές έξαρσης, που είναι ευτυχώς για όλους μας διαφορετικές για κάθε χώρα και έτσι έχουμε τη δυνατότητα να βοηθάμε η μια χώρα την άλλη. Μια τέτοια χρονιά ήταν για την Ελλάδα το 2007, όπου συνέβη μια από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην σύγχρονη ιστορία της Χώρας.
Εκτεταμένες πυρκαγιές σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ξεκινώντας από τα τέλη Μαΐου συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού με αποκορύφωμα τον μήνα Αύγουστο. Κάηκαν περισσότερα από 268.834 εκτάρια γης, με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 63 ανθρώπων, τον αφανισμό 1.500 σπιτιών και τη δημιουργία 6.000 αστέγων, ενώ το ύψος των καταστροφών έφτασε τα 5 δις Ευρώ. Η φωτιά έκαψε 4.500.000 ελαιόδεντρα και 60.000 ζώα.
Γενικά όμως, από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε η τάση ενάρξεων πυρκαγιών, είναι πτωτική αλλά παρόλα αυτά η αναλογία καμένων στρεμμάτων προς πυρκαγιά παρουσιάζει αυξητική τάση. Αυτό λογικά δεν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί, παρά μόνο αν πάρουμε υπόψη τον παράγοντα που λέγεται αλλαγή κλίματος.
Πιο συγκεκριμένα από την μείωση των ενάρξεων θα έπρεπε να βγούμε ωφελημένοι αφού δεν καταπονείται το προσωπικό και δεν υπάρχει διασπορά των δυνάμεων, επιπρόσθετα όλα αυτά τα χρόνια με την εμπλοκή του προσωπικού σε αρκετά συμβάντα κάθε χρόνο συσσωρεύεται γνώση που θα έπρεπε να οδηγήσει σε ταυτόχρονη μείωση τόσο των συνολικών στρεμμάτων όσο και των στρεμμάτων ανά πυρκαγιά.
Αυτό όμως δεν επιτυγχάνεται αφού ο χρόνος ανάπτυξης της φωτιάς είναι ταχύτερος και μπορεί πολύ γρήγορα να επιφέρει μεγάλες καταστροφές. Έχουμε δηλαδή ταχύτητες ανάπτυξης των πυρκαγιών που δεν έχουν σχέση με τα παλαιότερα χρόνια. Φαινόμενο που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί παρά μόνο αν λάβουμε υπόψη τον παράγοντα που έχει να κάνει με την αλλαγή συμπεριφοράς της καύσιμης ύλης και κατ’ επέκταση την αλλαγή του κλίματος.
Εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μπορούμε να ενσωματώσουμε τις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες που σχεδόν κάθε χρόνο ταλαιπωρούν κάποιες περιοχές λόγω κάποιων ιδιαιτέρων καταστάσεων, συνέπεια αυτών των κλιματολογικών ιδιαιτεροτήτων είναι οι ακραίες καταστάσεις που κάθε φορά και διαφορετική χώρα καλείται να αντιμετωπίσει εξάρσεις πυρκαγιών, τόσο σε αριθμό όσο και σε έκταση, καταστάσεις που αποδίδονται στο μικρό κλίμα ή στις τοπικές ιδιαιτερότητες, αλλά που αν τις δούμε σε συνολική προσέγγιση οφείλονται στην τεράστια αλλαγή που υφίσταται η υφήλιος από την αλλαγή στο κλίμα.
Δεν είμαστε ειδικοί για το τι πρέπει να κάνουμε για να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή, αλλά θα σας πω μόνο τούτο, αν δεν κάνουμε όλοι κάτι τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι το περιβάλλον που ξέρουμε σε λίγο θα πρέπει να το ξεχάσουμε.
Επαγγελματικά τώρα για να πετύχουμε την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και περιορισμό της ανάπτυξης των πυρκαγιών θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε δυο στοιχεία, στην ενημέρωση και τη διασπορά.
Ενημέρωση των πολιτών για να ξέρουν τι ζημιά μπορούν να κάνουν αλλά και πως μπορούν να την προλάβουν, ας γίνουν οι πολίτες τα μάτια και οι πρώτοι που θα δράσουν σε περίπτωση φωτιάς, αλλά και εκείνοι που θα ξέρουν τι μπορεί να προκαλέσει φωτιά.
Από την πλευρά μας και εμείς ως επαγγελματίες οφείλουμε να είμαστε πιο κοντά στις ενδεχόμενες εστίες, ώστε να μειώσουμε το χρόνο ανταπόκρισης, αλλά και να αποτρέπουμε κακόβουλες ενέργειες και υποψήφιους εμπρηστές.
Για το σκοπό αυτό έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα αναγγελίας το οποίο βασίζεται σε εκτεταμένο δίκτυο πυροφυλακίων σε συνδυασμό με εναέριες περιπολίες. Παράλληλα μεγάλο μέρος των δυνάμεων (500 περιπολικά δασών)βρίσκεται διεσπαρμένο εντός δασικών συμπλεγμάτων ή σε κομβικά σημεία έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό ο χρόνος της πρώτης επέμβασης των οχημάτων.
Σε καθημερινή βάση εκδίδεται δείκτης επικινδυνότητας που αφορά την επόμενη μέρα και με βάση τον οποίο οι διατιθέμενες δυνάμεις όλων των φορέων στις διάφορες περιοχές της χώρας τίθενται σε ανάλογο στάδιο ετοιμότητας σύμφωνα με τον σχεδιασμό δασών, όπου σε γενικές γραμμές καταγράφουν τις διατιθέμενες δυνάμεις όλων των φορέων και υπηρεσιών του Νομού και στη συνέχεια περιγράφουν τον τρόπο εμπλοκής τους στην αντιμετώπιση μιας πυρκαγιάς.
Ο βασικός σχεδιασμός του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού γίνεται σε επίπεδο Νομού όπου τα σχέδια αναθεωρούνται κάθε χρόνο και αποστέλλονται στους εμπλεκόμενους πριν την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου για πληροφόρηση και εφαρμογή και συμπληρώνονται από τους απαραίτητους επιχειρησιακούς ή άλλους χάρτες που κρίνονται απαραίτητοι.
Όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, θα πρέπει να τονίσουμε , από την εμπειρία μας όλα αυτά τα χρόνια στη δασοπυρόσβεση, είναι εξαιρετικά αντίξοες αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η διαδικασία της κατάσβεσης γίνεται κάτω από υψηλές θερμοκρασίες, σε δύσκολο εδαφικό ανάγλυφο, και σε αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Γι αυτό το λόγο απαιτείται εκτός από κατάλληλα ατομικά μέσα προστασίας, εξοπλισμός και άρτια εκπαίδευση, άριστη φυσική κατάσταση και προληπτικός έλεγχος της υγείας ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ασφάλεια του προσωπικού αποτελεί το πρώτιστο καθήκον κάθε επικεφαλής ο οποίος πρέπει να αποτελεί τα μάτια της ομάδος του. Ένα ατύχημα στην πρώτη γραμμή της πυρκαγιάς δεν είναι μόνο πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί, αλλά επηρεάζει ψυχολογικά την απόδοση όλης της ομάδας.
Κάθε επικεφαλής θα πρέπει να φροντίζει ώστε το προσωπικό να μη κουράζεται υπερβολικά και να διατηρεί σε κάθε περίπτωση δυνάμεις διαφυγής από μια επικίνδυνη κατάσταση. Η πειθαρχεία του προσωπικού αποτελεί έναν ακόμη βασικό παράγοντα ασφαλείας. Άτομα τα οποία ενεργούν απείθαρχα ή υπό το κράτος έντονης συγκίνησης ή αγνοίας εάν δεν μπορούν να ακολουθήσουν, θα πρέπει να αντικαθίστανται αμέσως.
Σχετικά με τη διοικητική υποστήριξη, οι επιχειρήσεις δασοπυρόσβεσης σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν πολύ μεγάλη έκταση και διαρκούν πολύ χρόνο ενώ συμμετέχει και πολύ μεγάλος αριθμός μέσων και προσωπικού από διάφορους φορείς και Υπηρεσίες. Για το λόγο αυτό έχει οργανωθεί ένα σύστημα υποστήριξης αυτών των επιχειρήσεων που αφορούν υλικά, καύσιμα, τροφοδοσία, αλλαγές προσωπικού.
Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών τόσο στην Ελλάδα όσο και γενικότερα στις χώρες της Ευρώπης αναμένεται να ενταθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια. Αυτό οφείλεται βέβαια στην αλλαγή κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και σε ανθρωπογενείς παράγοντες.
Απαιτείται λοιπόν η ενίσχυση του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού με τη λήψη επιπλέον προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων αλλά και η αύξηση της αποτελεσματικότητας των επιμέρους κρατικών μηχανισμών μέσα από την δημιουργία μηχανισμών ανταλλαγής τεχνογνωσίας αλλά και της μεταξύ τους άμεσης ενίσχυσης εάν αυτό απαιτείται.
Η Ευρώπη, και κατ’ επέκταση και η Ελλάδα, θα υποστούν τις συνέπειες από τις αλλαγές που θα προκύψουν από τις μεταβολές που θα επιφέρει στο κλίμα αλλά και το περιβάλλον γενικότερα το φαινόμενο του θερμοκηπίου με αποτέλεσμα να επέλθει και αύξηση στη μέση θερμοκρασία. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να μειωθεί η υγρασία του περιβάλλοντος στα φυτά και το χώμα, με συνέπεια να είναι ευκολότερη η έναρξη των πυρκαγιών, η ταχύτερη ανάπτυξη τους και τελικά οι μεγαλύτερες καμένες εκτάσεις, πράγμα που βλέπουμε όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια στην νότια Ευρώπη.
Οι μεταβολές του κλίματος και του περιβάλλοντος, τα τελευταία χρόνια έχουν επιφέρει δραματικές αλλαγές όχι μόνο στην διαδικασία ανάπτυξης των πυρκαγιών, αλλά και στις περιοχές όπου αναπτύσσονται. Δηλαδή εκτός από την γρήγορη ανάπτυξη και την ταχύτητα με τη οποία τρέχουν παρουσιάζονται φωτιές σε γεωγραφικά μήκη και υψόμετρα που λίγα χρόνια πριν θεωρούσαμε αδύνατο να αναπτυχθούν, δηλαδή για να το πούμε απλά οι φωτιές ανεβαίνουν πιο βόρεια και σε μεγαλύτερα υψόμετρα, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν τις νότιες περιοχές που εκ των πραγμάτων είναι πιο στεγνές και άρα πιο επικίνδυνες.
Αν προσδιορίσουμε το ζήτημα στα Ελληνικά δεδομένα, θα αναφέρουμε ότι ο πλούτος της χώρας συνδέεται αναπόσπαστα με τις κλιματικές της συνθήκες. Η υπερθέρμανση του πλανήτη θα προκαλέσει ακόμα μεγάλες πιέσεις στη χώρα μας. Μελέτη του ΟΗΕ δείχνει πως η Ελλάδα, όπως και ολόκληρη η Μεσόγειος συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 18 «καυτά» σημεία του πλανήτη, τα οποία θα αντιμετωπίσουν τα μεγαλύτερα προβλήματα εξαιτίας της εντεινόμενης αλλαγής του κλίματος.
Επιπροσθέτως, από το 2000 και μετά παρατηρείται μια σταδιακή μείωση των ενάρξεων πυρκαγιών, εκτός από κάποιες χρονιές έξαρσης, που είναι ευτυχώς για όλους μας διαφορετικές για κάθε χώρα και έτσι έχουμε τη δυνατότητα να βοηθάμε η μια χώρα την άλλη. Μια τέτοια χρονιά ήταν για την Ελλάδα το 2007, όπου συνέβη μια από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην σύγχρονη ιστορία της Χώρας.
Εκτεταμένες πυρκαγιές σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ξεκινώντας από τα τέλη Μαΐου συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού με αποκορύφωμα τον μήνα Αύγουστο. Κάηκαν περισσότερα από 268.834 εκτάρια γης, με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 63 ανθρώπων, τον αφανισμό 1.500 σπιτιών και τη δημιουργία 6.000 αστέγων, ενώ το ύψος των καταστροφών έφτασε τα 5 δις Ευρώ. Η φωτιά έκαψε 4.500.000 ελαιόδεντρα και 60.000 ζώα.
Γενικά όμως, από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε η τάση ενάρξεων πυρκαγιών, είναι πτωτική αλλά παρόλα αυτά η αναλογία καμένων στρεμμάτων προς πυρκαγιά παρουσιάζει αυξητική τάση. Αυτό λογικά δεν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί, παρά μόνο αν πάρουμε υπόψη τον παράγοντα που λέγεται αλλαγή κλίματος.
Πιο συγκεκριμένα από την μείωση των ενάρξεων θα έπρεπε να βγούμε ωφελημένοι αφού δεν καταπονείται το προσωπικό και δεν υπάρχει διασπορά των δυνάμεων, επιπρόσθετα όλα αυτά τα χρόνια με την εμπλοκή του προσωπικού σε αρκετά συμβάντα κάθε χρόνο συσσωρεύεται γνώση που θα έπρεπε να οδηγήσει σε ταυτόχρονη μείωση τόσο των συνολικών στρεμμάτων όσο και των στρεμμάτων ανά πυρκαγιά.
Αυτό όμως δεν επιτυγχάνεται αφού ο χρόνος ανάπτυξης της φωτιάς είναι ταχύτερος και μπορεί πολύ γρήγορα να επιφέρει μεγάλες καταστροφές. Έχουμε δηλαδή ταχύτητες ανάπτυξης των πυρκαγιών που δεν έχουν σχέση με τα παλαιότερα χρόνια. Φαινόμενο που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί παρά μόνο αν λάβουμε υπόψη τον παράγοντα που έχει να κάνει με την αλλαγή συμπεριφοράς της καύσιμης ύλης και κατ’ επέκταση την αλλαγή του κλίματος.
Εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μπορούμε να ενσωματώσουμε τις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες που σχεδόν κάθε χρόνο ταλαιπωρούν κάποιες περιοχές λόγω κάποιων ιδιαιτέρων καταστάσεων, συνέπεια αυτών των κλιματολογικών ιδιαιτεροτήτων είναι οι ακραίες καταστάσεις που κάθε φορά και διαφορετική χώρα καλείται να αντιμετωπίσει εξάρσεις πυρκαγιών, τόσο σε αριθμό όσο και σε έκταση, καταστάσεις που αποδίδονται στο μικρό κλίμα ή στις τοπικές ιδιαιτερότητες, αλλά που αν τις δούμε σε συνολική προσέγγιση οφείλονται στην τεράστια αλλαγή που υφίσταται η υφήλιος από την αλλαγή στο κλίμα.
Δεν είμαστε ειδικοί για το τι πρέπει να κάνουμε για να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή, αλλά θα σας πω μόνο τούτο, αν δεν κάνουμε όλοι κάτι τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι το περιβάλλον που ξέρουμε σε λίγο θα πρέπει να το ξεχάσουμε.
Επαγγελματικά τώρα για να πετύχουμε την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και περιορισμό της ανάπτυξης των πυρκαγιών θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε δυο στοιχεία, στην ενημέρωση και τη διασπορά.
Ενημέρωση των πολιτών για να ξέρουν τι ζημιά μπορούν να κάνουν αλλά και πως μπορούν να την προλάβουν, ας γίνουν οι πολίτες τα μάτια και οι πρώτοι που θα δράσουν σε περίπτωση φωτιάς, αλλά και εκείνοι που θα ξέρουν τι μπορεί να προκαλέσει φωτιά.
Από την πλευρά μας και εμείς ως επαγγελματίες οφείλουμε να είμαστε πιο κοντά στις ενδεχόμενες εστίες, ώστε να μειώσουμε το χρόνο ανταπόκρισης, αλλά και να αποτρέπουμε κακόβουλες ενέργειες και υποψήφιους εμπρηστές.
Για το σκοπό αυτό έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα αναγγελίας το οποίο βασίζεται σε εκτεταμένο δίκτυο πυροφυλακίων σε συνδυασμό με εναέριες περιπολίες. Παράλληλα μεγάλο μέρος των δυνάμεων (500 περιπολικά δασών)βρίσκεται διεσπαρμένο εντός δασικών συμπλεγμάτων ή σε κομβικά σημεία έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό ο χρόνος της πρώτης επέμβασης των οχημάτων.
Σε καθημερινή βάση εκδίδεται δείκτης επικινδυνότητας που αφορά την επόμενη μέρα και με βάση τον οποίο οι διατιθέμενες δυνάμεις όλων των φορέων στις διάφορες περιοχές της χώρας τίθενται σε ανάλογο στάδιο ετοιμότητας σύμφωνα με τον σχεδιασμό δασών, όπου σε γενικές γραμμές καταγράφουν τις διατιθέμενες δυνάμεις όλων των φορέων και υπηρεσιών του Νομού και στη συνέχεια περιγράφουν τον τρόπο εμπλοκής τους στην αντιμετώπιση μιας πυρκαγιάς.
Ο βασικός σχεδιασμός του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού γίνεται σε επίπεδο Νομού όπου τα σχέδια αναθεωρούνται κάθε χρόνο και αποστέλλονται στους εμπλεκόμενους πριν την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου για πληροφόρηση και εφαρμογή και συμπληρώνονται από τους απαραίτητους επιχειρησιακούς ή άλλους χάρτες που κρίνονται απαραίτητοι.
Όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, θα πρέπει να τονίσουμε , από την εμπειρία μας όλα αυτά τα χρόνια στη δασοπυρόσβεση, είναι εξαιρετικά αντίξοες αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η διαδικασία της κατάσβεσης γίνεται κάτω από υψηλές θερμοκρασίες, σε δύσκολο εδαφικό ανάγλυφο, και σε αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Γι αυτό το λόγο απαιτείται εκτός από κατάλληλα ατομικά μέσα προστασίας, εξοπλισμός και άρτια εκπαίδευση, άριστη φυσική κατάσταση και προληπτικός έλεγχος της υγείας ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ασφάλεια του προσωπικού αποτελεί το πρώτιστο καθήκον κάθε επικεφαλής ο οποίος πρέπει να αποτελεί τα μάτια της ομάδος του. Ένα ατύχημα στην πρώτη γραμμή της πυρκαγιάς δεν είναι μόνο πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί, αλλά επηρεάζει ψυχολογικά την απόδοση όλης της ομάδας.
Κάθε επικεφαλής θα πρέπει να φροντίζει ώστε το προσωπικό να μη κουράζεται υπερβολικά και να διατηρεί σε κάθε περίπτωση δυνάμεις διαφυγής από μια επικίνδυνη κατάσταση. Η πειθαρχεία του προσωπικού αποτελεί έναν ακόμη βασικό παράγοντα ασφαλείας. Άτομα τα οποία ενεργούν απείθαρχα ή υπό το κράτος έντονης συγκίνησης ή αγνοίας εάν δεν μπορούν να ακολουθήσουν, θα πρέπει να αντικαθίστανται αμέσως.
Σχετικά με τη διοικητική υποστήριξη, οι επιχειρήσεις δασοπυρόσβεσης σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν πολύ μεγάλη έκταση και διαρκούν πολύ χρόνο ενώ συμμετέχει και πολύ μεγάλος αριθμός μέσων και προσωπικού από διάφορους φορείς και Υπηρεσίες. Για το λόγο αυτό έχει οργανωθεί ένα σύστημα υποστήριξης αυτών των επιχειρήσεων που αφορούν υλικά, καύσιμα, τροφοδοσία, αλλαγές προσωπικού.
Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών τόσο στην Ελλάδα όσο και γενικότερα στις χώρες της Ευρώπης αναμένεται να ενταθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια. Αυτό οφείλεται βέβαια στην αλλαγή κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και σε ανθρωπογενείς παράγοντες.
Απαιτείται λοιπόν η ενίσχυση του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού με τη λήψη επιπλέον προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων αλλά και η αύξηση της αποτελεσματικότητας των επιμέρους κρατικών μηχανισμών μέσα από την δημιουργία μηχανισμών ανταλλαγής τεχνογνωσίας αλλά και της μεταξύ τους άμεσης ενίσχυσης εάν αυτό απαιτείται.