Υπολογισμός διπλάσιου χρόνου υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων
Με τις διατάξεις της παρ. 1 και 3 του αρ. 59 του Π.Δ. 169/2007, όπως ισχύει, ορίζεται ότι στους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, που διορίζονται ως τακτικοί υπάλληλοι ή κατατάσσονται ως στρατιωτικοί από 1.10.1990 και εφεξής, επιβάλλεται κράτηση υπέρ Δημοσίου για σύνταξη στις μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές τους, ίση με το ποσοστό που ισχύει κάθε φορά για τους ασφαλισμένους στην κοινή ασφάλιση του τ. ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Η εν λόγω κράτηση καταβάλλεται και για την αναγνώριση ως συντάξιμης κάθε υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας που λογίζεται ως συντάξιμη από το Δημόσιο. Εάν κάποια από τις υπηρεσίες αυτές υπολογίζεται αυξημένη στο διπλάσιο, οι εισφορές καταβάλλονται επίσης αυξημένες στο διπλάσιο και ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
Στις διατάξεις των αρ. 15 παρ. 9 και 12, 40 και 41 του Π.Δ. 169/2007 (παλαιοί ασφαλισμένοι), καθώς και σε εκείνες του αρ. 8 του ν. 2084/1992 (νέοι ασφαλισμένοι) ως ισχύουν, προσδιορίζονται οι υπηρεσίες των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, των οποίων ο χρόνος υπολογίζεται στο διπλάσιο.
Επιπλέον, στις ως άνω διατάξεις του αρ. 59 παρ. 3 του Π.Δ. 169/2007, ορίζεται ότι οι αυξημένες στο διπλάσιο εισφορές, δεν καταβάλλονται στην περίπτωση που ο πολιτικός ή στρατιωτικός υπάλληλος υποβάλλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του, οπότε και ο χρόνος παροχής υπηρεσίας από την ημερομηνία της εν λόγω δήλωσης και εφεξής, δεν υπολογίζεται στο διπλάσιο.
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του αρ. 5 του ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με την με αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 (ΦΕΚ Β' 4005/2016) Υπουργική Απόφαση, από 1.01.2017 το ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον ΕΦΚΑ ορίζεται σε 20% και επιμερίζεται σε ποσοστό 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη. Για όσους υπαλλήλους υπηρετούσαν ήδη κατά την 31.12.2016, το ποσοστό εισφοράς του εργοδότη ανέρχεται σε 3,33% για το έτος 2017, σε 6,67% για το έτος 2018, σε 10% για το έτος 2019 και 13,33% για το έτος 2020 και εφεξής, ούτως ώστε η συνολική εισφορά κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη να ανέρχεται πλέον σε 20%.
Κατόπιν των ανωτέρω και προκειμένου να αποσαφηνιστεί περαιτέρω ο τρόπος της αναγνώρισης στο διπλάσιο τόσο των υπηρεσιών που έχουν πραγματοποιηθεί έως 31.12.2017, όσο και αυτών που θα πραγματοποιηθούν από 1.01.2018 και εφεξής, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Χρόνοι που αναγνωρίζονται στο διπλάσιο με τις διατάξεις των αρθρ. 15 παρ. 9 και 12, 40 και 41 του Π.Δ. 169/2007 και του αρθρ. 8 του ν. 2084/1992
α) Χρόνοι υπηρεσίας που θα πραγματοποιηθούν από 1.01.2018 και εφεξής
- Για υπηρεσίες, ο χρόνος των οποίων υπολογίζεται στο διπλάσιο και θα πραγματοποιηθούν από 1.01.2018 και εφεξής, εξακολουθεί να ισχύει η πρόβλεψη των παρ. 3 του αρθρ. 59 του Π.Δ. 169/2007 και 6 του αρθρ. 8 του ν. 2084/1992, ως ισχύουν, σύμφωνα με τις οποίες, η παρακράτηση των διπλών ασφαλιστικών εισφορών δεν πραγματοποιείται, εφόσον ο πολιτικός ή στρατιωτικός υπάλληλος υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του, οπότε και ο χρόνος αυτός από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω δήλωσης και εφεξής δεν υπολογίζεται στο διπλάσιο.Επομένως για τον πολιτικό υπάλληλο - στρατιωτικό που δεν έχει υποβάλλει στην Υπηρεσία του την ως άνω σχετική δήλωση περί μη διπλού υπολογισμού των υπηρεσιών, θα πρέπει να καταβληθεί διπλή εισφορά για κύρια σύνταξη τόσο από τον ασφαλισμένο (2 X 6,67%) όσο και από τον εργοδότη με βάση τα μεταβατικά ποσοστά που προσδιορίσθηκαν με την αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 (ΦΕΚ Β' 4005/2016) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Τα ως άνω ποσοστά εισφορών υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών που ισχύουν κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η υπηρεσία που λογίζεται αυξημένη στο διπλάσιο.
- Σε περίπτωση που ο υπάλληλος - στρατιωτικός αρχικά έχει υποβάλλει στην Υπηρεσία του την προαναφερθείσα δήλωση να μην παρακρατούνται διπλές εισφορές για κύρια σύνταξη και εν συνεχεία επιθυμεί την αναγνώριση του διπλάσιου χρόνου, δύναται με αίτησή του, είτε κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του είτε κατά το χρόνο της συνταξιοδότησής του να ζητήσει την αναγνώριση του χρόνου αυτού και να καταβάλλει τις εισφορές κλάδου σύνταξης, οι οποίες θα βαρύνουν τον ασφαλισμένο στο ποσοστό που του αναλογεί, υπολογιζόμενες επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως ισχύουν (ποσοστά εισφορών και συντάξιμες αποδοχές) κατά το χρόνο υποβολή της αίτησης.
Υπηρεσίες που έχουν πραγματοποιηθεί έως και 31.12.2017, ο χρόνος των οποίων δεν έχει ακόμα αναγνωρισθεί στο διπλάσιο, δύναται να αναγνωρισθούν οποτεδήποτε ακόμα και κατά το χρόνο της συνταξιοδότησης, με σχετική αίτηση του πολιτικού ή στρατιωτικού υπαλλήλου. Η εισφορά για την αναγνώριση υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά εισφορών κλάδου σύνταξης και τις συντάξιμες αποδοχές που ίσχυαν όταν πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη κάθε φορά υπηρεσία.
Σημειώνουμε ότι αν πρόκειται για διορισμένους έως 30.09.1990, αναγνώριση του χρόνου των υπηρεσιών στο διπλάσιο μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, εξακολουθεί να γίνεται χωρίς καταβολή εισφορών. Στην περίπτωση αυτή, ο εν λόγω αναγνωριζόμενος χρόνος συνυπολογίζεται με το λοιπό χρόνο ασφάλισης για τον καθορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, βάσει του σχετικού πίνακα του αρ. 8 του ν. 4387/2016, για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, όχι όμως για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, βάσει της ανωτέρω διάταξης.
Επιπλέον, ο ως άνω χρόνος, θα συνυπολογιστεί για τον προσδιορισμό του ποσού της εθνικής σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 7 παρ. 6 του ν. 4387/2016. γ) Σημειώνουμε ότι οι ανωτέρω χρόνοι, οι οποίοι υπολογίζονται στο διπλάσιο (χρόνοι των αρθρ. 15 παρ. 9 και 12, 40 και 41 του Π.Δ. 169/2007 και του αρθρ. 8 του ν. 2084/1992), αποτελούν -σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία- χρόνους πραγματικής υπηρεσίας και ανατρέχουν, για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, στο έτος κατά το οποίο παρασχέθηκε κάθε φορά η εν λόγω υπηρεσία. Δηλαδή ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για την αναγνώριση χρόνου που πραγματοποιήθηκε το 2004 θα προσαυξήσουν τις συντάξιμες αποδοχές του έτους 2004, ακόμη και εάν η αναγνώριση έχει γίνει μεταγενέστερα.
Αντίστοιχα, ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για την αναγνώριση χρόνου που πραγματοποιήθηκε το 1998 δεν θα ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των συντάξιμων αποδοχών, ακόμη και εάν η αναγνώριση έχει γίνει μετά το 2002.
2. Χρόνοι υπηρεσίας που αναγνωρίζονται με τις διατάξεις του αρ. 22 παρ. 3 του ν. 3865/2010
Στις διατάξεις του αρ. 22 παρ. 3 του ν. 3865/2010, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, προβλέπεται διαφορετική βάση υπολογισμού της εισφοράς κλάδου σύνταξης για την αναγνώριση του χρόνου υπηρεσίας των 5 ετών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, που λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο με τις διατάξεις του αρ. 40 του Π.Δ. 169/2007.
Σημειώνουμε ότι κατά τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 του ν.4387/2016, ο αναγνωριζόμενος σύμφωνα με τα ανωτέρω χρόνος ασφάλισης, συνυπολογίζεται με τον λοιπό χρόνο ασφάλισης μόνο για τον καθορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, και δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών από το 2002 έως και την υποβολή της αίτησης.
Για παράδειγμα, στρατιωτικός υπάλληλος έχει συνολικά 35 έτη ασφάλισης και για το διάστημα 2002 - 2017 οι συντάξιμες αποδοχές του ανέρχονται σε €384.000 (ο μέσος μηνιαίος όρος των συντάξιμων αποδοχών ανέρχεται σε €2.000). Για την εξαγορά των 5 ετών έχει καταβληθεί εισφορά ύψους €2.400.
Ο συνολικός χρόνος ασφάλισης, με συνυπολογισμό του αναγνωριζόμενου χρόνου, ανέρχεται σε 40 έτη ασφάλισης και συνεπώς το ποσοστό αναπλήρωσης διαμορφώνεται σε 42,80%. Η ανταποδοτική σύνταξη αντιστοιχεί σε €856 (42,80% x €2.000, δεδομένου ότι το ποσό που έχει καταβληθεί για την εξαγορά δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών)
Πηγή
Δημοσίευση σχολίου
κάνε το δικό σου σχόλιο