0



Η χρήση φωτιάς για την κατάσβεση υπαίθριων πυρκαγιών είναι παγκοσμίως αποδεκτή. Στην Ελλάδα η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται σαν αντιπύρ, άσχετα από το πως εφαρμόζεται και προκαλεί πολλές δημόσιες συζητήσεις και προβληματισμούς ειδικά όταν πλησιάζουμε ή διανύουμε την αντιπυρική περίοδο. Από το 1998 οπότε και το Πυροσβεστικό Σώμα ανέλαβε την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης, έχουν γίνει κάποιες συζητήσεις για τη χρήση της φωτιάς ως μέθοδο κατάσβεσης, χωρίς όμως να καταλήξουν σε επίσημη άποψη. Έτσι στο εγχειρίδιο αντιμετώπισης δασικών με τίτλο «Η καταστολή των δασικών πυρκαγιών» του Διον. Βορίση, έκδοση Α.Π.Σ. 2004, περιγράφεται το αντιπύρ, ως «ακραία ενέργεια για την κατάσβεση μιας δασικής πυρκαγιάς που θα πρέπει να εφαρμόζεται με μεγάλη φειδώ και μόνο όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κατασβεσθεί». Η παραπάνω περιγραφή της μεθόδου συμπίπτει και με τα αναγραφόμενα στη διεθνή βιβλιογραφία. Σε άρθρο της νομικού Αξιωματικού Π.Σ. Ελ. Ράπτη στο περιοδικό Πυροσβεστική Επιθεώρηση το 2010, αναφέρεται ότι στη χώρα μας, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, αν αποδειχθεί ότι κάποιος κάνει χρήση αντιπυρός και σε βάρος του απαγγελθούν τελικώς κατηγορίες θα βαρύνεται για εμπρησμό από άμεσο δόλο Αφού λοιπόν η εφαρμογή του αντιπύρ αποτελεί ακραία και έσχατη ενέργεια και ενδεχομένως να ενέχει σοβαρές ποινικές ευθύνες, γιατί απασχολεί τόσο τους εμπλεκόμενους στο μηχανισμό δασοπυρόσβεσης.
Ένα βασικό λάθος που γίνεται στη χώρα μας είναι ότι όλες οι περιπτώσεις χρήσης φωτιάς χαρακτηρίζονται σαν αντιπύρ. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο βασικοί μέθοδοι να χρησιμοποιήσουμε τη φωτιά για την αντιμετώπιση των υπαίθριων (δασικών και αγροτικών) πυρκαγιών που διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να παρουσιαστούν συνοπτικά οι δύο αυτοί μέθοδοι.
Η πρώτη μέθοδος ονομάζεται κατάκαυση (burn out) και αποτελεί παράλληλη μέθοδο προσβολής μιας πυρκαγιάς. Σε αυτή τα καύσιμα που βρίσκονται ανάμεσα στην κυρίως φωτιά και τις ζώνες και έχουν την πιθανότητα ανάφλεξης και μετάδοσης της πυρκαγιάς καίγονται σταδιακά από τους πυροσβέστες. Συνήθως οι αντιπυρικές ζώνες δεν έχουν την δυνατότητα να ανακόπτουν πυρκαγιές που κινούνται γρήγορα, είναι όμως ένα ιδανικό σημείο για να ξεκινήσουμε την κατάκαυση ώστε να αντιμετωπίσουμε τη φωτιά στην ένταση που θέλουμε. Τα οφέλη από την εφαρμογή της κατάκαυσης είναι: α) Μείωση χρόνου αποκάθαρσης. β) Συγχωνεύονται τα ψευδομέτωπα μέσα στην περίμετρο της πυρκαγιάς. γ) Μειώνεται η πιθανότητα αναζωπύρωσης και παρουσία φαινομένου   κηλίδωσης. δ) Ταχύτερη δημιουργία ασφαλούς και αποτελεσματικής καμένης ζώνης.  Κατά την κατάκαυση καίγονται τμηματικά ζώνες μεταξύ των γραμμών ελέγχου (πχ αντιπυρικές ζώνες, δρόμοι, κλπ) και του μετώπου της πυρκαγιάς (φωτό 1). Η φωτιά που τίθεται ελέγχεται διαρκώς ώστε να μην δημιουργείται μεγάλη ένταση της πυρκαγιάς κοντά στις γραμμές ελέγχου. Μόλις δημιουργηθεί μια ασφαλής ζώνη με καμένη βλάστηση, μεγαλύτερη περιοχή μπορεί να αναφλεγεί (σχέδιο 1). Είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη το ανάγλυφο της περιοχής. Πριν γίνει κατάκαυση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη με κάθε προσοχή οι μετεωρολογικές συνθήκες, το ανάγλυφο της περιοχής, τα καύσιμα υλικά και η προβλεπόμενη συμπεριφοράς της πυρκαγιάς. Οι ζώνες ελέγχου πρέπει να υποστηρίζονται με εγκαταστάσεις νερού σε όλη τη γραμμή που θα αναφλεγεί. Η φωτιά που τίθεται κατά τη διάρκεια της κατάκαυσης είναι διαρκώς υπό τον έλεγχο των πυροσβεστικών δυνάμεων.
Η δεύτερη μέθοδος χρήσης φωτιάς είναι το αντιπύρ (back fire) που αποτελεί  έμμεση μέθοδο προσβολής. Αυτό εφαρμόζεται σε δασικές πυρκαγιές, όταν η συμπεριφορά της πυρκαγιάς είναι τέτοια που δεν ελέγχεται με τα συνήθη μέσα, υπάρχει κίνδυνος για την ζωή και την περιουσία και αποτελεί την τελευταία λύση που πρέπει να εφαρμόζεται. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι αντιπύρ εφαρμόζεται μόνο όταν έχουμε την βεβαιότητα ότι η πυρκαγιά θα ξεπεράσει την ζώνη άμυνας την οποία έχουμε δημιουργήσει και θα γίνει ανεξέλεγκτη. Στην περίπτωση που υπάρχουν ζώνες ελέγχου, οι οποίες βρίσκονται σε ικανή απόσταση από την κυρίως φωτιά τα μεσολαβούντα καύσιμα καίγονται σε μια ζώνη τόσο πλατιά όσο επιτρέπει ο χρόνος μέχρι το αντιπύρ να συναντηθεί με το κυρίως μέτωπο (σχέδιο 2). Αν δεν υπάρχουν ζώνες ελέγχου, οι περιστάσεις και το ανάγλυφο δεν είναι ευνοϊκά και η φωτιά κινείται γρήγορα και με μεγάλη ένταση, γίνεται γρήγορη δημιουργία ζώνης και  πυροδότηση του αντιπυρός την κατάλληλη στιγμή. Το ρεύμα αέρα που δημιουργείται προς την πυρκαγιά χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της φωτιάς (σχέδιο 3). Στην περίπτωση του αντιπύρ η φωτιά που τίθεται δεν ελέγχεται από τις πυροσβεστικές δυνάμεις. Η μέθοδος του αντιπύρ μπορεί να εφαρμοστεί ευκολότερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια σε περιπτώσεις αγροτικών πυρκαγιών ή πυρκαγιών σε χαμηλή βλάστηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κίνδυνος η φωτιά που τίθεται από τους πυροσβέστες να ξεφύγει από τον έλεγχο και να υπερπηδήσει τη ζώνη ελέγχου είναι περιορισμένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε καθαρά αγροτικές περιοχές όπως ο κάμπος του Κιλκίς οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι αντιμετωπίζουν τέτοιες πυρκαγιές κυρίως με “αναπτήρα” και λιγότερο με νερό.
Για την εφαρμογή και των δύο μεθόδων, απαιτείται η χρήση ειδικών εργαλείων με καταλληλότερο τον πυρσό (torch) (φωτό 2). Παγκοσμίως χρησιμοποιούνται διάφορα μέσα όπως οχήματα με φλογοβόλα, ελικόπτερα με πυρσούς (φωτό 3) ή εμπρηστικές σφαίρες κ.α.. Το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για την έναυση της φωτιάς είναι σημαντικό, αφού η καύση πρέπει να είναι συνεχής και πλήρης (φωτό 4). Όταν εφαρμόζονται οι δύο μέθοδοι  δε σβήνουμε τη φωτιά που θέτουμε, παρά μόνο αν υπάρχει περίπτωση να περάσει τη ζώνη ελέγχου.
Επίσης το προσωπικό που θα εφαρμόσει τις παραπάνω μεθόδους πρέπει να είναι έμπειρο και εκπαιδευμένο στην εφαρμογή τους. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η απόφαση για την διενέργεια κατάκαυσης λαμβάνεται πάντοτε από τον Τομεάρχη υπεύθυνο της περιοχής, η δε απόφαση για αντιπύρ από τον Συντονιστή της πυρκαγιάς. Το προσωπικό πρέπει να ενημερώνεται διεξοδικά καθ’ όλη την διάρκεια της επιχείρησης και να φέρει τον απαιτούμενο προστατευτικό εξοπλισμό.  Κάθε μέλος του προσωπικού πρέπει να ξέρει τον ρόλο του στην επιχείρηση αλλά και να ξέρει τι κάνουν και οι υπόλοιποι. Αν η ασφάλεια, σε οποιαδήποτε στιγμή, διακυβεύεται, η επιχείρηση ματαιώνεται.
Κλείνοντας αυτή την παρουσίαση θα λέγαμε ότι η χρήση της φωτιάς για την αντιμετώπιση των υπαίθριων πυρκαγιών είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική εφόσον εφαρμόζεται η σωστή μέθοδος και επικρατούν κατάλληλες συνθήκες. Το Πυροσβεστικό Σώμα, ως καθ΄ ύλην αρμόδιος φορές για την κατάσβεση των υπαίθριων πυρκαγιών, πρέπει αρχικά να μεριμνήσει για την πλήρη «νομική απενοχοποίηση» των στελεχών του, που θα εφαρμόσουν τις μεθόδους “κατάκαυσης” και “αντιπύρ”, να προσαρμόσει τις διαδικασίες επέμβασης του εντάσσοντας και αυτές τις μεθόδους επίσημα και τυποποιημένα και να αξιοποιήσει τη γνώση που απέκτησαν τα στελέχη του, που παρακολούθησαν σχετική πρακτική εκπαίδευση στις ΗΠΑ και τον Καναδά.

Βιβλιογραφία:
Εγχειρίδιο Δασικών Πυρκαγιών (Fire Crew Training Standard 2007 BC-Canada)
EuroFire_Standards_EF6_Ignition http://www.euro-fire.eu/
«Η καταστολή των δασικών πυρκαγιών» Διον. Βορίσης, έκδοση Α.Π.Σ. 2004
«Αντιπύρ: η ευρωπαϊκή πρακτική και τα κενά της ελληνικής νομοθεσίας» Ε. Ράπτη Πυροσβεστική Επιθεώρηση  τ. 144΄,145΄, 2010-2011.

* Ο Πύραρχος Σπ. Γ. Βαρσάμης είναι Διοικητής 1ου Π.Σ. Θεσσαλονίκης, πτυχιούχος Δασολογίας & Φ.Π./Α.Π.Θ. & έχει παρακολουθήσει δίμηνο πρόγραμμα πρακτικής εκπαίδευσης πληρωμάτων αρχικής προσβολής, του Κλάδου Διαχείρισης Δασικών Πυρκαγιών της Δασικής Υπηρεσίας της Επαρχίας British Columbia του Καναδά το 2009.








Δημοσίευση σχολίου

κάνε το δικό σου σχόλιο

 
Top